Τι να κάνει κανείς περπατώντας αδιάκοπα στον ίδιο τόπο παρά να στοχάζεται; Για να διασκεδάσω τις σκέψεις μου,κατασκεύαζα το όνειρό μου:ένα μαγικό παλάτι .

Φερδινάνδος Σεβάλ. 1911

Στο Ταχυδρομικό Μουσείο στο Παρίσι λειτουργεί μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου έκθεση αφιερωμένη στο Ιδανικό Παλάτι του ταχυδρομικού διανομέα Φερδινάνδου Σεβάλ (1836-1924).

Φωτογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες, κινηματογραφιστές, συγγραφείς, μουσικοί παρουσιάζουν έργα τους εμπνευσμένα από αυτό το παράξενο οικοδόμημα της περιοχής Ηautes Rives της Νότιας Γαλλίας, όπου έζησε ο Σεβάλ.

Είχαμε την τύχη να δούμε από κοντά το έργο του, να αναγνωρίσουμε τη δύναμη της δημιουργικής φαντασίας, την επιμονή, την υπομονή, την αμετάκλητη πρόθεσή του να οικοδομήσει «ποίηση» μεταφέροντας με το μουσειακό πλέον καροτσάκι του: λιθαράκια, όστρακα, κλαδιά, ρίζες, λάσπη, άμμο, τσιμέντο, συναρμόζοντας τα υλικά με πρωτόγονα εργαλεία, με τα χέρια του.

Το έργο μοιάζει εγκώμιο στο χειροτέχνημα, ύμνος στη σωματική διάσταση της τέχνης, στους εσωτερικούς ρυθμούς που αναδύονται από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χεριών, από τις δυσκολίες και τις αντιστάσεις της ύλης, από την ανάγκη προσέγγισής της με θωπείες και σμιλεύματα.

«Άρχισα να σμιλεύω με τσιμέντο ζώα όλων των ειδών. Μετά ακολούθησε ένας καταρράχτης· τον έφτιαξα με τις πέτρες μου.Όταν τελείωσε μαγεύτηκα και εγώ ο ίδιος από τη δουλειά μου. Δεν έχασα το κουράγιο μου…».

Φ. Σεβάλ 1897 Σ΄ ένα γράμμα του στις 15 Μαρτίου του 1905 γράφει ότι θέλει να ζήσει και να πεθάνει- γιος ενός χωρικού αυτός- για να αποδείξει ότι στην τάξη που ανήκει υπάρχουν επίσης άνθρωποι ευφυείς και δραστήριοι: « Για είκοσι εννέα χρόνια έμεινα διανομέας.Η δουλειά είναι η δόξα μου και μοναδική μου ευτυχία η τιμή μου,τώρα να, η παράξενη ιστορία μου. Να, σε ποια πραγματικότητα

ΣΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

στο Παρίσι φωτογράφοι, ζωγράφοι, γλύπτες, κινηματογραφιστές, συγγραφείς, μουσικοί, παρουσιάζουν έργα τους

με οδήγησε σαράντα χρόνια μετά το όνειρο…».

O Ρeter Weiss στο πρώιμο πεζογραφικό έργο του: Το μεγάλο όνειρο του ταχυδρομικού διανομέως Σεβάλ (Εκδόσεις ΔΙΑΤΤΩΝ 1986), προσεγγίζει με τη δική του ένδον φωνή το ποιητικό δυναμικό του κτίσματος.

Με εργαλείο τις λέξεις ο ποιητής Weiss κινείται στον κόσμο της λεπτομέρειας και του συνόλου έτσι που καταφέρνει να σκαρφαλώσει, όπως ο τεχνίτης Σεβάλ, στο ζενίθ της ποιητικής αθωότητας, « αποδεικνύει έτσι – γράφει στα σχόλια της εισαγωγής ο Γ. Κεντρωτής- ότι το Όλον δεν συμβαίνει ποτέ, επειδή τα ίδια τα συντεθειμένα μέρη είναι μέρη ενός υποθετικού μεγαλύτερου μέρους,το οποίο επ΄ ουδενί δεν είναι ένα όλον ή το Όλον».

Το κτίσμα που ορθώνεται στην κοιλότητα του κήπου- μήκους είκοσι έξι μέτρων και βάθους δεκατεσσάρων- παραπέμπει σε σπηλαιώδεις φυσικούς σχηματισμούς, σε προσχώσεις στα απόκρημνα βάθη της θάλασσας, σε κάποια κτίσματα από πηλό στην έρημο.

Όλα περιστρέφονται και οδηγούν με πύλες και εισόδους στο σκοτεινό ερεβώδες βάθος, με πετραδάκια και λάσπη υφαίνεται ο Ναός της Φύσεως και το Σπήλαιον των Νηρηίδων, όπως ονόμασε το όνειρό του ο Σεβάλ.

Στο εσωτερικό, όπως και στο εξωτερικό, κόγχες, θόλοι, κίονες, σμιλεύματα εν είδει σταλακτιτών, άνθρωποι, δαίμονες, θεοί, τέρατα, ζώα, οργιώδης βλάστηση, παράξενες φιγούρες και κάποιες λέξεις σκοτεινές. Τις μουρμουρίζει και τις εναποθέτει στο έργο του καθώς τις σκαλίζει στους τοίχους:

«Σ΄ αυτή τη γη σαν τη σκιά περνάμε». Ο ίδιος περιγράφει πως, μια μέρα στο καθημερινό του δρομολόγιο, σκόνταψε σε μια πέτρα κι αυτή ήτανε η αιτία της απόφασής του να χτίσει. Ο μικρόκοσμος που ανακάλυψε στο παράξενο σχήμα της, οι λοφίσκοι και τα κοιλώματά της, σμιλεμένα από τη βροχή και τον άνεμο, τον οδήγησαν στην ανεύρεση του παλαιού ονείρου του, που σιγά σιγά έσβηνε μέσα στην ομίχλη της λησμονιάς.Αυτή την πέτρα- γράφει – που παραλίγο να με ρίξει κάτω ήθελα να την ξαναδώ από κοντά

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.