Ακριβό λογαριασμό σε ενέργεια, γεωργία και τουρισμό πληρώνει από τώρα η χώρα μας, λόγω της ξηρασίας των τελευταίων τριών μηνών.


«Το πρώτο θέμα που προκύπτει από την ανομβρία είναι η έλλειψη νερού στα υδροηλεκτρικά έργα της ΔΕΗ. Κυρίως στα Κρεμαστά, τον Θησαυρό και το Πολύφυτο, τρεις από τους σημαντικότερους ταμιευτήρες, οι μέσες εισροές του τριμήνου Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2006 είναι κάτω από το 50% των αναμενόμενων», επισημαίνει η κ. Μαρία Μιμίκου, καθηγήτρια του Τομέα Υδατικών Πόρων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

«Αυτή τη στιγμή τα υδροηλεκτρικά έργα μπαίνουν στο σύστημα παραγωγής ενέργειας οριακά. Αν συνεχίσει η στάθμη να κατεβαίνει στους ταμιευτήρες- και αυτό επίκειται να γίνει πολύ σύντομα-, έχουμε σοβαρές πιθανότητες για μπλακ άουτ. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί φεύγει ένα 10% με 15% της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από το σύστημα, το οποίο δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τους θερμικούς σταθμούς», λέει η κ. Μιμίκου.

Πέρα από την ενέργεια, επιπτώσεις της ξηρασίας αναμένονται και στον τομέα της γεωργίας. «Οι καλλιέργειες στη Θεσσαλία τίθενται σε ιδιαίτερα μεγάλο κίνδυνο καθώς τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο είχαμε πολύ μικρό ύψος βροχοπτώσεων. Σε κίνδυνο επίσης βρίσκονται η Ανατολική Πελοπόννησος, τα νησιά του Αιγαίου και η Βόρεια Κρήτη», αναφέρει ο κ. Γιώργος Τσακίρης, διευθυντής του Κέντρου Εκτίμησης Φυσικών Κινδύνων και Προληπτικού Σχεδιασμού.

Το μεγαλύτερο πλήγμα στην περιοχή της Θεσσαλίας φαίνεται να έχει δεχθεί η λίμνη Πλαστήρα. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Νομαρχίας Καρδίτσας, τον Δεκέμβριο του 2005 οι αρδευτικές και υδρευτικές ανάγκες της Θεσσαλίας από τη λίμνη Πλαστήρα έφτασαν τα 1.868.550 κυβικά μέτρα νερού, ενώ έναν χρόνο μετά το ποσό εκτοξεύθηκε στα 2.477.400 κ.μ., γεγονός που οι ειδικοί αποδίδουν στην ξηρασία.

Τετραπλάσιες πυρκαγιές

ΑΥΞΗΣΗ στις αγροτικές- δασικές πυρκαγιές έχουν προκαλέσει οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν το τελευταίο χρονικό διάστημα στη χώρα.

Οι υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες και η παρατεταμένη ανομβρία είχαν ως παρενέργεια να τετραπλασιαστούν σχεδόν οι αγροτικές- δασικές πυρκαγιές σε σχέση με πέρσι. Ειδικότερα από την 1η Δεκεμβρίου έχουν ξεσπάσει 824 πυρκαγιές, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα πέρσι οι πυρκαγιές δεν ξεπερνούσαν τις 234.

Παραβίασαν το όριο

«Πριν από 4 χρόνια καθορίσαμε ένα ελάχιστο στη στάθμη της λίμνης Πλαστήρα, ως μέτρο διαχείρισης των υδατικών πόρων την περιοχής. Δυστυχώς το παραβίασαν. Αυτό το ελάχιστο όριο θα εξασφάλιζε μία καλύτερη διαχείριση των νερών για τις χρονιές που θα είναι ξηρές. Επίσης καθορίσαμε μία μέγιστη απόληψη υδάτων από τη λίμνη. Είπαμε ότι με αυτή τη μέγιστη απόληψη το ρίσκο να μείνεις χωρίς νερό θα είναι αποδεκτόδηλαδή μία φορά στα δέκα χρόνια για την άρδευση και μία φορά στα εκατό χρόνια για την ύδρευση. Ε, παραβίασαν και τα όρια των μέγιστων απολήψεων που είχαμε ορίσει. Εάν δεν κάνουμε διαχείριση υδατικών πόρων με ορίζοντα δεκαετίας, συνεχώς θα πληρώνουμε. Δεν θα έχουμε καλλιέργειες και νερό να πιούμε», αναφέρει ο κ. ΔηΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ μήτρης Κουτσογιάννης από τον Τομέα Υδατικών Πόρων του ΕΜΠ.

«Επειδή υπάρχει υστέρηση στην εκδήλωση του φαινομένου της ξηρασίας, οι επιπτώσεις δεν είναι εμφανείς από τώρα. Για παράδειγμα, στις πόλεις που υδρεύονται από υπόγεια νερά οι συνέπειες της ανομβρίας θα φανούν από το καλοκαίρι και μετά. Όπου όμως πόλεις και αρδευτικά έργα παίρνουν νερό από επιφανειακές πηγές τα προβλήματα εκδηλώνονται άμεσα. Από τον Μάρτιο και μετά θα φανεί καθαρά το πρόβλημα στο μεγαλύτερο ποσοστό των αρδευτικών έργων», επισημαίνει ο κ. Τσακίρης.

Απειλούνται Λάρισα- Καρδίτσα

Όσον αφορά την ύδρευση αστικών περιοχών, ιδιαίτερα επίφοβες για λειψυδρία σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η Καρδίτσα και η Λάρισα που υδρεύονται από τη λίμνη Πλαστήρα, στην οποία έχει σημειωθεί σημαντική πτώση της στάθμης. Μείωση των πηγαίων νερών με τα οποία υδροδοτείται το πολεοδομικό συγκρότημα Βόλου έως και 20% σε σύγκριση με τον περσινό Ιανουάριο προκύπτει και από τα στοιχεία του αρμόδιου φορέα ύδρευσης της πόλης, ενώ η μεγαλύτερη πηγή της περιοχής έχει πέσει σε απόδοση κατά 50%. «Αν από τώρα αρχίσουμε να αντλούμε μεγάλες ποσότητες νερού από τις γεωτρήσεις, αυτό θα έχει συνέπειες στο άμεσο μέλλον τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά», λέει ο γενικός διευθυντής της ΔΕΥΑΜΒ κ. Ανδρέας Αθανασόπουλος, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να φτάσει η θερινή περίοδος για να κάνουν οι κάτοικοι οικονομία.

Ρεκόρ στην Πελοπόννησο

Τη μεγαλύτερη ανομβρία των τελευταίων 15 χρόνων ζει και η Πελοπόννησος, όπου τα επιφανειακά νερά εμφανίζονται μειωμένα κατά 30% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Υδρογεωλόγοι της περιοχής, που παρακολουθούν τα αποθέματα των υδάτινων πόρων σε νομούς της Πελοποννήσου, εκτιμούν ότι έτσι και συνεχιστεί η ανομβρία τους επόμενους μήνες μπορεί η μείωση εισροών στα επιφανειακά νερά να φτάσει μέχρι και 60% κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. «Η μείωση των υδάτινων πόρων θα έχει επιπτώσεις στην πεδινή Κορινθία όπου τα προβλήματα ανομβρίας είναι μεγαλύτερα», αναφέρει ο υδρογεωλόγος κ. Κ. Νίκας.

Μηδενική παραγωγή από 500.000 στρέμματα


«ΑΝ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ημέρες δεν βρέξει, 500.000 στρέμματα με σιτηρά κινδυνεύουν με μηδενική παραγωγή. Στη συνέχεια- κι αν δεν βρέξει πολύ έως τον Απρίλιο- θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα 100.000 στρέμματα με βαμβάκι, τεύτλα και καλαμπόκι».

Ο κ. Γιώργος Λαδόπουλος, πρόεδρος του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων Πηνειού, περιγράφει τις συνέπειες που ήδη φαίνονται στον ορίζοντα του θεσσαλικού κάμπου από την παρατεταμένη ανομβρία και καλοκαιρία. Πολλοί αγρότες σκέφτονται αν θα σπείρουν τις επόμενες ημέρες. Επιπλέον σκέφτονται τι θα σπείρουν, αφού οι προβλέψεις για το καλοκαίρι είναι δυσοίωνες και οι μάχες που γίνονται για την κατανομή του νερού της λίμνης Πλαστήρα μεταξύ των αγροτών της Καρδίτσας και της Λάρισας, ακόμη και στις καλές εποχές με τις πολλές βροχές, αναμένεται φέτος να εξελιχθούν σε πόλεμο. Οι αγρότες της περιοχής του Ταυρωπού, μάλιστα, περιμένουν το πράσινο φως από τη Νομαρχία Καρδίτσας για να σπείρουν ή να μη σπείρουν τελικά καλαμπόκι, αφού υπάρχει κίνδυνος να μην έχουν νερό για να ποτίσουν τα χωράφια τους.

Θα στερέψουν και οι πηγές

«Ευελπιστούμε να έχουμε βροχές και χιόνια τους επόμενους μήνες, αφού τώρα κινδυνεύουν να στερέψουν ακόμη και οι πηγές», λέει ο αντινομάρχης Καρδίτσας κ. Μιχάλης Καρατσιώρης και προσθέτει: «Για τον λόγο αυτό, τουλάχιστον οι αγρότες της περιοχής Ταυρωπού, η οποία αρδεύεται αποκλειστικά από τη λίμνη, θα πρέπει να περιμένουν για να τους ενημερώσουμε αν θα μπορέσουν να σπείρουν καλαμπόκι. Θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε βαμβακοκαλλιέργεια χωρίς όμως να την ποτίζουν. Το νερό θα χρησιμοποιηθεί κατά προτεραιότητα στην ύδρευση της Καρδίτσας και όπως ορίζει ο νόμος πρώτα στην άρδευση της περιοχής και αν περισσέψει θα πάει νερό προς τους άλλους νομούς. Τα ίδια ισχύουν και για το φράγμα του Σμοκόβου, όπου και εκεί όμως η στάθμη είναι χαμηλή».

«Φωνάζουμε εδώ και δεκαετίες»

Ήδη για τη διαχείριση των υδάτων από το Σμόκοβο, η Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει ζητήσει από τις 28 Δεκεμβρίου τις προτάσεις των νομαρχιών λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας. Οι αγρότες από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι εδώ και χρόνια μικρά αρδευτικά έργα και φράγματα θα έπρεπε να είχαν γίνει ώστε να μη χάνονται εκατομμύρια κυβικά νερό, ιδιαίτερα τον χειμώνα. «Εμείς εδώ και δεκαετίες φωνάζουμε για το νερό και για τα έργα που πρέπει να γίνουν αλλά κανείς δεν μας ακούει. Ελπίζουμε ότι θα έχουμε τους επόμενους μήνες βροχές και χιόνια ώστε να ξεπεραστεί και φέτος το πρόβλημα», λέει ο κ. Θάνος Χατζηζωγίδης, γραμματέας της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λάρισας. «Δεν είναι δυνατόν να μην καλλιεργήσουμε. Ζητάμε εδώ και χρόνια να γίνουν μικρά και μεγάλα έργα. Ακόμη περιμένουμε την επαναλειτουργία της λίμνης Κάρλας, μικρά φράγματα που θα εμπλουτίσουν τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, καθώς το περισσότερο νερό τον χειμώνα που δεν χρησιμοποιείται φεύγει ανεκμετάλλευτο προς τη θάλασσα».

Ούτε σταγόνα στα νησιά


ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ αναμένονται και στον τομέα του τουρισμού, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Κρήτη λόγω της ξηρασίας. «Λόγω του ότι οι βροχοπτώσεις του Οκτωβρίου ήταν πλημμυρικές και δεν μπήκαν στον υδροφόρο ορίζοντα, η στάθμη των επιφανειακών λιμνοδεξαμενών στα νησιά είναι ιδιαίτερα μειωμένη και αναμένεται να μειωθεί περισσότερο. Εκεί ενδέχεται να υπάρξει σοβαρότατο πρόβλημα με τις γνωστές συνέπειες για τον τουρισμό», αναφέρει η κ. Μιμίκου.