Η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια μάχη χαρακωμάτων για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πανεπιστημίων, αντί να αποτελέσει ευκαιρία για την αναβάθμιση, τον εκσυγχρονισμό και τη σοβαρότητα της ανώτατης παιδείας στη χώρα μας. Η ποιότητα του δημόσιου πανεπιστημίου δεν διασφαλίζεται με τη συντεχνιακή εμμονή στο κρατικό μονοπώλιο, αλλά με τη θέσπιση αυστηρών κανόνων εποπτείας και αξιολόγησης για όλους τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο εποπτείας το δημόσιο πανεπιστήμιο θα αποκτήσει προνομιακό ρόλο, με ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου σπουδών και πιο αποτελεσματική ανταπόκριση στα κριτήρια ποιοτικής αξιολόγησης και κοινωνικής απόδοσης. Προφυλάσσεται έτσι η κοινωνία από το «γιουρούσι» των ΙΕΚ που θα θέλουν να μετονομαστούν σε πανεπιστήμια, και ταυτόχρονα δίνεται η ευκαιρία σε σοβαρούς φορείς να κάνουν μη κρατικές σχολές διεθνούς κύρους.

Η τριτοβάθμια παιδεία σε μία χώρα οφείλει να έχει τρεις κυρίως λειτουργίες:

Πρώτον, διαμορφώνει το κατάλληλο ανθρώπινο κεφάλαιο, παρέχοντας εκπαίδευση που αντιστοιχεί στις εξελισσόμενες ανάγκες της παραγωγής, των υπηρεσιών και της λειτουργίας των θεσμών.

Δεύτερον, συμβάλλει στην εξομάλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, δίδοντας ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης και σταδιοδρομίας σε όλους, ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης των φοιτητών ή των οικογενειών τους. Τρίτον, χρησιμεύει ως διαδικασία διαλογής των πιο κατάλληλων και πιστοποιεί τα προσόντα των αποφοίτων, έτσι ώστε η κοινωνία να μπορεί να τους χρησιμοποιήσει αργότερα σε αντίστοιχες θέσεις στελεχών, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε νέους ελέγχους των γνώσεων και ικανοτήτων τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο και δαπανηρό, λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει την απόδοση της παιδείας, και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να αναληφθεί από επί μέρους φορείς, άτομα ή εταιρείες.

Μόνο μέσα στο πλαίσιο που οριοθετούν οι παραπάνω κατευθύνσεις μπορεί να εξετασθεί και να αξιολογηθεί η σκοπιμότητα λειτουργίας μη κρατικών ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη χώρα μας. Στην καλόπιστη κοινή γνώμη είναι διάχυτος ο κίνδυνος λειτουργίας ιδρυμάτων χαμηλής ποιότητας λόγω έλλειψης εμπειρίας και προτύπων, όπως είδαμε να γίνεται στην Πορτογαλία τα προηγούμενα χρόνια, όταν άνοιξε το σύστημα βιαστικά και χωρίς κανόνες. Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος συνολικής υποβάθμισης χρειάζεται να θεσπιστούν προδιαγραφές λειτουργίας και εξετάσεων, καθώς και αυστηρός έλεγχος τήρησής τους (accreditation).

Για την επίτευξη αυτού του στόχου χρειάζεται να υιοθετηθούν νέες πρακτικές, ανάλογες με αυτές που εφαρμόζουν τα καλά πανεπιστήμια στις ανεπτυγμένες χώρες. Τα μέτρα εποπτείας και ελέγχου καθορίζονται και πιστοποιούνται από τη Ρυθμιστική Αρχή Εκπαίδευσης και περιλαμβάνουν τα εξής επτά μίνιμουμ σημεία:

1 .Κοινό πλαίσιο καθορισμού κριτηρίων για την επιλογή εισακτέων,

Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος συνολικής υποβάθμισης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης χρειάζεται να θεσπιστούν προδιαγραφές λειτουργίας και εξετάσεων, καθώς και αυστηρός έλεγχος τήρησής τους

ανεξαρτήτως εάν πρόκειται να εγγραφούν σε κρατικά ή μη κρατικά ιδρύματα. Η διαδικασία διαλογής εισακτέων και πιστοποίησης της ποιότητας σπουδών γίνεται με αποκλειστική ευθύνη του κράτους, λαμβάνοντας υπόψη τις μονιμότερες ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα στενά κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας μιας εκπαιδευτικής επιχείρησης. 2 .Καθορισμός συστήματος συνολικής ακαδημαϊκής αξιολόγησης κάθε Τμήματος. Υπολογισμός κατάλληλων Δεικτών, που περιλαμβάνει την ποιότητα και έκταση της έρευνας, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του Τμήματος, την υποδομή που διαθέτει, την πραγματική διάρκεια σπουδών, την εγκυρότητα των εξετάσεων και την επαγγελματική εξέλιξη των αποφοίτων. Οι Δείκτες αξιολόγησης δημοσιεύονται κάθε χρόνο για όλα τα πανεπιστήμια, έτσι ώστε οι υποψήφιοι να γνωρίζουν την ιεράρχηση ποιότητας του πανεπιστημίου που διαλέγουν και ταυτόχρονα η κοινωνία να μπορεί να ξεχωρίζει τους καλύτερα καταρτισμένους πτυχιούχους.

3 .Καλλιέργεια της άμιλλας μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημίων, με την κατανομή μέρους των κονδυλίων του Προϋπολογισμού ανάλογα προς την απόδοση του κάθε Τμήματος. Τα κριτήρια προσαρμόζονται κατάλληλα ώστε να μην αδικούνται τα νέα πανεπιστήμια και οι πόροι να μην κατευθύνονται με μονομέρεια σε λίγους γνωστικούς τομείς.

4 . Ενεργός ανάμειξη των πανεπιστημίων στην αγορά εργασίας, ώστε σε συνεργασία με τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς να γνωρίζουν τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και να μπορούν να σχεδιάζουν έγκαιρα τις εξειδικεύσεις, αντί να προσπαθούν να τις καλύψουν εκ των υστέρων. Σε κάθε πανεπιστήμιο θα λειτουργεί Γραφείο Επαγγελματικής Σταδιοδρομίας των αποφοίτων, που διευκολύνει την αξιοποίησή τους σε κατάλληλες θέσεις εργασίας και παρακολουθούν την εξέλιξή τους. Η εργασιακή εξέλιξη των αποφοίτων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην αξιολόγηση του κάθε ακαδημαϊκού ιδρύματος.

5 .Προγραμματισμός της λειτουργίας κάθε κρατικού ή μη κρατικού ιδρύματος με βάση ένα Πολυετές Ακαδημαϊκό Σχέδιο (ΠΑΣ) που υποβάλλεται στη Ρυθμιστική Αρχή. Το Σχέδιο περιλαμβάνει δεσμεύσεις για τους αυτοτελείς διδακτικούς πόρους που θα διαθέσει το ίδρυμα, την ποιότητα και επάρκειά τους, το πρόγραμμα σπουδών, τον πραγματικό βαθμό υλοποίησής του, τις τεχνολογικές υποδομές, την έρευνα κ.λπ.

Η Ρυθμιστική Αρχή Παιδείας αξιολογεί το ΠΑΣ και δημοσιοποιεί ετησίως την επίτευξη των στόχων του ανά Τμήμα σπουδών. Εάν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται κάτω ενός ορισμένου επιπέδου, ανακαλείται η άδεια λειτουργίας του Τμήματος για όσες περιόδους χρειάζεται για να αντιμετωπιστούν οι ανεπάρκειες.

6 . Καθορίζονται κριτήρια δεοντολογίας για την απασχόληση του καθηγητικού προσωπικού των δημόσιων ΑΕΙ και την αποφυγή ετεροαπασχόλησης σε ανταγωνιστικά μη κρατικά ιδρύματα.

7 . Χρηματοδότηση των υποδομών καθώς και της έρευνας και τεχνολογίας με την υποχρεωτική δημιουργία ενός ακαδημαϊκού κεφαλαίου από τους πόρους των μη κρατικών ιδρυμάτων. Στόχος είναι η διαρκής αναβάθμιση της ποιότητας και η αποφυγή κερδοσκοπικής συμπεριφοράς που θα καταλήξει σύντομα σε ένα άγριο κυνήγι διδάκτρων και εμπόριο ελπίδων σε όσους αδημονούν να αποκτήσουν κάποιο πτυχίο.

Ο καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής Χανίων του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός.