Η αναγγελία από τον Γ. Παπανδρέου της διεξαγωγής του Προγραμματικού Συνεδρίου

του ΠΑΣΟΚ φέρει στο προσκήνιο της επικαιρότητας τον ρόλο των προγραμματικών

ιδεών και προτάσεων πολιτικής. Μα, διερωτώνται πολλοί, ποιος διαβάζει σήμερα

προγράμματα, ποιος ασχολείται με τη ρουτίνα των κομματικών κειμένων; Μια από

τις πιο διαδεδομένες πλάνες της εποχής μας είναι ότι τα προγράμματα «δεν

μετράνε». Η θέση αυτού του άρθρου είναι ακριβώς αντίθετη: τα κομματικά

προγράμματα μετράνε σήμερα περισσότερο από ποτέ. Έστω και αν τα διαβάζουν

ελάχιστοι, διότι, πράγματι, μόνον ελάχιστοι τα διαβάζουν.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Οι ισχυροί δεσμοί

που ιστορικά έδιναν ταυτότητα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δεσμοί ταξικοί

(με την έννοια τού ανήκειν σε συγγενείς κοινωνικές ομάδες), ιδεολογικοί (με

την έννοια της ταύτισης με ένα «μεγάλο» ιδεολογικό σύστημα), πολιτισμικοί (με

την έννοια τού μοιράζεσθαι κοινούς τρόπους ζωής και κοινές

αξίες) ή οργανωτικοί («η οργάνωση προηγείται των πάντων», έλεγαν οι Γερμανοί

σοσιαλδημοκράτες) έχουν σημαντικά – και παντού – χαλαρώσει. Όταν οι ως άνω

παράγοντες ταυτότητας και συνοχής υποχωρούν, τι μένει; Μένει το πρόγραμμα,

μένουν οι προτάσεις και δεσμεύσεις πολιτικής, οι οποίες γίνονται, περισσότερο

από ό,τι στο παρελθόν, φορείς τού συλλογικού «εμείς». Καθώς η αξία των άλλων

δεσμών υποχωρεί, η αξία του προγραμματικού δεσμού ipso facto αυξάνει. Καθώς οι

μεγάλες ιδεολογικές πολώσεις και κομματικές ταυτίσεις του παρελθόντος

εξασθενούν, οι εκλογείς, αυτοί οι εκλογείς που πράγματι δεν διαβάζουν

προγράμματα, επηρεάζονται περισσότερο από αυτά (δηλαδή: από τη ρητορική,

τηλεοπτική ή άλλη, που τα εκλαϊκεύει).

Βέβαια, οι εκλογείς δεν επηρεάζονται από τα μακροσκελή προγραμματικά κείμενα

που περιλαμβάνουν τα πάντα και τίποτα. Επηρεάζονται όμως από τα «μεγάλα

θέματα», από τις μεγάλες κεντρικές προτάσεις ενός κόμματος, από τους

ξεκάθαρους στόχους και τις ισχυρές ιδέες για την επόμενη

κυβερνητική θητεία. Το πρόγραμμα που «χάνεται» σε πολλά μικρά projects χωρίς

κεντρικό στόχο, που δεν έχει υψηλή «συγκέντρωση πυρός», στερείται πολιτικού

«μύθου» και εκλογικής αποτελεσματικότητας. Τα προγράμματα όμως που δίνουν την

εντύπωση ότι το κόμμα εισάγει τη χώρα σε μία νέα «φάση», σε έναν νέο

πολιτικό κύκλο, τα προγράμματα αυτά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο

στον κομματικό ανταγωνισμό.

Η πραγματικότητα που οι σοσιαλιστές αντιμετωπίζουν σήμερα είναι ωμή. Η

καθιέρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και, γενικότερα, η «κατακλυσμικού»

χαρακτήρα προσαρμογή της Ε.Ε. στο φιλελεύθερο παράδειγμα (χάρις και στη

συμβολή των ίδιων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) περιορίζει δραστικά την

προγραμματική ελευθερία των εθνικών σοσιαλιστικών κομμάτων (όπως και όλων των

κομμάτων). Γι’ αυτό και οι προτάσεις πολιτικής των μεγάλων κομμάτων της Δεξιάς

και της Αριστεράς μοιάζουν, συχνά, σαν δύο σταγόνες νερό. Η παραγωγή

προγραμματικής καινοτομίας σε συνθήκες περιορισμένης προγραμματικής

αυτονομίας είναι το πολύ δύσκολο παζλ που τα σοσιαλιστικά κόμματα

καλούνται να επιλύσουν.

Στον βραχύ χρόνο, οι σοσιαλιστές (και το ΠΑΣΟΚ) θα κριθούν από την ικανότητά

τους να διαμορφώσουν έναν προγραμματικό λόγο με ισχυρό κεντράρισμα και

«αιχμηρή σαφήνεια». Η απουσία αυτή την ώρα ενός τέτοιου λόγου έχει οδηγήσει τα

περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα στην αντιπολίτευση.

Στον μακρύ, όμως, χρόνο θα κριθούν από την ικανότητά τους να προτείνουν και να

εφαρμόσουν πολιτικές προς το συμφέρον των λαϊκών τάξεων, των οποίων η εκλογική

βαρύτητα βαθμιαία αυξάνει (σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία

του ’80). Οι λαϊκές αυτές τάξεις, που συντίθενται από ένα ισχυρό πληβειακό

στοιχείο αλλά και από ένα τμήμα μεσαίων τάξεων, διευρύνονται αριθμητικά, διότι

αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που πλήττονται οικονομικά (και ηθικά) από την

εκπληκτική δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο προσεταιρισμός των λαϊκών

τάξεων, εάν η σημερινή τάση ποσοτικής ενίσχυσής τους συνεχιστεί, θα είναι ο

κύριος παράγοντας που θα καθορίσει στο μέλλον την πλειοψηφική δυναμική των

κυβερνητικής κλίσης κομμάτων (και τη δυναμική της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η

οποία, για πρώτη φορά μετά το 1989, ξανασηκώνει κεφάλι). Η αύξηση της φτώχειας

και, κυρίως, της ανασφάλειας διαμορφώνει εκ νέου τις κοινωνιολογικές συνθήκες

για τη συγκρότηση μιας «πλειοψηφίας για την ισότητα». Η πλειοψηφία αυτή θα

συγκροτηθεί μάλλον προγραμματικά και όχι στη βάση μεγάλων ιδεολογικών

οραμάτων. Η πολιτική παράταξη που θα επιβληθεί προγραμματικά, που θα

διαμορφώσει – και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο – μια προγραμματική

ηγεμονία, θα είναι εκείνη που θα βγει κερδισμένη εκλογικά και οργανωτικά. Τα

προγράμματα σήμερα έχουν μεγάλη αξία. Και αυτό αυξάνει και την αξία των

Προγραμματικών Συνεδρίων.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο