Ένα μικρό χωριό στη Βορειοανατολική Βραζιλία βρίσκεται στα πρόθυρα της

καταστροφής. Οι διψασμένοι για γη ακτήμονες επιδίδονται σε όργιο λεηλασιών.

Φοβισμένος ο γαιοκτήμονας της περιοχής, καλεί σε βοήθεια: πληρωμένος δολοφόνος

ο Αντόνιο δας Μόρτας έρχεται για να συναντήσει τον αρχηγό των χωρικών. Τον

χαιρετά με ένα μαχαίρι στην καρδιά…

Γύρω του, οι υπόλοιποι χορεύουν και κλαίνε. Ο Αντόνιο εκτέλεσε την αποστολή

του, αλλά δεν εγκαταλείπει. Έχει συγκινηθεί από τους χωρικούς και ζητεί από

τον γαιοκτήμονα να ανοίξει τις σιταποθήκες για να χορτάσουν οι λιμοκτονούντες

κάτοικοι. Ο γαιοκτήμονας όμως αρνείται. Ο Αντόνιο, σαν σε όραμα, βλέπει τον

νεκρό αρχηγό των ακτημόνων σταυρωμένο σε ένα δέντρο. Εμφανίζεται μαζί με την

Παναγία που ζητεί από τον Αντόνιο εκδίκηση. Εκείνος πείθεται και επιτίθεται

στον στρατό του γαιοκτήμονα, καταστρέφοντάς τον.

Μύθος ή αλήθεια; Η ταινία «Antonio das Mortes» του Glauber Rocha (1969) έχει

«γεύση» και από τα δύο. Ο Αντόνιο ήταν πρόσωπο υπαρκτό, όπως και οι χωρικοί

και η στυγνή φεουδαλική πραγματικότητα στο χωριό Πιλοεζίνιος. Τριάντα χρόνια

πριν – και περισσότερο – δεν ζούσαν, δεν γιόρταζαν, έχαναν ένα παιδί κάθε μέρα

από υποσιτισμό. Οι ιστορίες με τον γονιό που μάθαινε τελευταίος την απώλεια

του παιδιού του, όταν επέστρεφε στο σπίτι του από τον μακρινό τόπο όπου

εργαζόταν – μόλις δύο – τρεις φορές τον χρόνο -, κυκλοφορούν ακόμη από στόμα

σε στόμα, σαν κομμάτι της λαϊκής παράδοσης που δύσκολα λησμονείται.

Έτος 2005 και το Πιλοεζίνιος έχει αλλάξει όψη. Ξεκουράζεται ακόμη στα

καταπράσινα βουνά που το περιβάλλουν, αλλά η ζωή είναι πιο ανέμελη τώρα. Ο

γιατρός λέει ότι τα ποσοστά της παιδικής θνησιμότητας μειώνονται όλο και

περισσότερο και ότι πλέον το 40% των ζευγαριών χρησιμοποιεί αντισύλληψη.

Υπάρχουν κάνα δυο σούπερ μάρκετ, ταχυδρομείο, παράρτημα τράπεζας, δύο

φαρμακεία και σύμβουλος γεωπόνος. Με τις μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς

γαιοκτησίας, πολλοί από τους χωρικούς απέκτησαν κτήματα πρώτη φορά στη ζωή

τους. Η πιο σημαντική και δημοφιλής από τις καινοτομίες του Λούλα ήταν η Bolsa

Familia, οικογενειακό επίδομα της τάξεως των 24 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι

τα παιδιά της οικογένειας πηγαίνουν σχολείο. «Όλα αυτά έγιναν από τον Λούλα;».

«Άρχισαν πριν από αυτόν», απαντά η Φατίμα Τραγιάνο, ενεργό μέλος της μικρής

κοινότητας. «Ο Λούλα όμως ήταν στο προσκήνιο δίνοντας ώθηση στη χώρα επί 30

χρόνια». Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η ελίτ της χώρας δεν νοιαζόταν γι’ αυτούς

τους χωρικούς, γράφει το περιοδικό «Prospect», αλλά αυτό άλλαξε. Στις αυριανές

προεδρικές εκλογές οι κάτοικοι του Πιλοεζίνιος και χιλιάδες άλλοι από άλλα

χωριά θα βάλουν στη ζυγαριά, από τη μια τη ζεστή προσωπικότητά του και τη

βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών και από την άλλη τα

οικονομικά σκάνδαλα, την ελλειμματική οργάνωση και την εγκληματικότητα, και θα

αποφασίσουν αν αυτός ο ξεχωριστός πολιτικός αξίζει τη δεύτερη ευκαιρία που

διεκδικεί.

Οι δημοσκοπήσεις. Δικαίως τη διεκδικεί, σύμφωνα με τις τελευταίες

δημοσκοπήσεις που του δίνουν 51,1% έναντι 27,7% του βασικού αντιπάλου του,

Ζεράλντο Αλκμίν – πρώην κυβερνήτη του Σάο Πάουλο -, και νίκη από τον πρώτο

γύρο. Η συγκεκριμένη έρευνα μάλιστα διεξήχθη μετά την αποκάλυψη του τελευταίου

σκανδάλου: δύο μέλη του κόμματος του Λούλα συνελήφθησαν γιατί προσπάθησαν να

αγοράσουν πληροφορίες για τον Αλκμίν και τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης για

το Σάο Πάουλο Χοσέ Σερά, οι οποίες τους ενέπλεκαν σε παρανομίες με μίζες.

Ειρωνεία… Ο ίδιος ο Λούλα ποτέ δεν κατηγορήθηκε για διαφθορά, έγινε όμως

πολλές φορές απολογητής της ηθικής του περιβάλλοντός του. Επτά άτομα

απομάκρυνε μετά το τελευταίο σκάνδαλο.

«Μόνο τρία πράγματα κάνεις μία φορά στη ζωή σου: γεννιέσαι, πεθαίνεις και

ψηφίζεις Λούλα». Το σύνθημα του Σοσιαλδημοκράτη Αλκμίν όμως πέφτει στο κενό.

Παρά το ισχυρό προφίλ του – τεχνοκράτης, εργασιομανής καλός διοικητής – μάλλον

δεν θα παραλάβει τη σκυτάλη, αυτή τη φορά τουλάχιστον. Δεν είναι χαρισματικός

και αυτό το μειονέκτημα είναι ακριβώς το μεγάλο πλεονέκτημα του αντιπάλου του.

«Δεν με εμπνέουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι»

Ο Λούλα μιλά σε οπαδούς του, αρχές της δεκαετίας του 1980

Έτος 1980 και στη Βραζιλία είναι τα χρόνια της εξουσίας των στρατιωτικών. Ο

Λούις Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα βρισκόταν τότε στην ηγεσία του συνδικάτου των

εργατών της αυτοκινητοβιομηχανίας του Σάο Πάουλο. Είχε στο πλευρό του την

Εκκλησία, αν και ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα θρησκευόμενος. «Δεν με εμπνέουν τα

μεγάλα σχήματα, οι μεγάλοι φιλόσοφοι», είχε πει τότε στον Αμερικανό συγγραφέα

Τζόναθαν Πάουερ. «Με οδηγεί η προσωπική μου εμπειρία. Είκοσι χρόνια στον

δρόμο, μια ζωή με πείνα στα βορειοανατολικά, μια μάνα που έπρεπε να δουλεύει

δώδεκα ώρες την ημέρα για να ταίσει τα οκτώ παιδιά της κι εγώ να διασχίζω τη

χώρα με ένα φορτηγάκι για να βρω δουλειά». Το πολιτικό του στίγμα, ξεκάθαρο

και ταυτόχρονα μετριοπαθές, θεωρήθηκε απειλή για την καθεστηκυία τάξη, που

δρούσε εναντίον κάθε φιλελεύθερης άποψης. Ο Λούλα φυλακίστηκε και πίσω από τα

πρόχειρα επιχειρήματα ανέγνωσε το εξής: «Η κυβέρνηση φοβάται περισσότερο τη

σοβαρότητα των προτάσεών μας για την αναμόρφωση της κοινωνίας παρά τις τρελές

θέσεις των αριστερών. Η εργατική τάξη έχει αρχίσει να ανακαλύπτει την

ταυτότητά της και μάλιστα, χωρίς να επιδίδεται σε αφελείς ενέργειες. Είναι

καλύτερα να προχωρείς μόνο ένα χιλιοστό μπροστά, αλλά να γνωρίζεις ότι δεν θα

χρειαστεί να κάνεις δύο χιλιοστά πίσω αργότερα».

Τα δύσκολα μετά τις εκλογές

LINKS: *

http://en.wikipedia.org/wiki/Luiz-In%C3%A1cio-Lula-da-Silva, * http://vermelho.org.br/base.asp?texto=6938