Το μείγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των οικονομικών της προσφοράς

που εφαρμόζεται τα τελευταία δύο χρόνια στη χώρα μας, μεταξύ των άλλων

ισχυροποιεί τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, επεκτείνει τη δραστηριότητα του

ιδιωτικού κεφαλαίου κυρίως με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων

επιχειρήσεων και τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με την οποία

αυξάνει σημαντικά και αναβαθμίζεται ποιοτικά η επιρροή του ιδιωτικού κεφαλαίου

στην οικονομία, τον κρατικό μηχανισμό και το πολιτικό σύστημα.

Στο πλαίσιο αυτό των εξελίξεων καθώς και των ασκούμενων πολιτικών,

επεκτείνεται η εργασιακή και κοινωνική ανασφάλεια, παρατείνεται το υψηλό

επίπεδο της ανεργίας, αποπειράται η αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος

και η αποδόμηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας.

Πράγματι, η ελληνική οικονομία αναδεικνύει την αγορά ως μητρόπολη και τις

δημόσιες πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος ως αποικίες, οι οποίες

λειτουργούν περισσότερο στο πλαίσιο των επιλογών της αγοράς και λιγότερο στο

πλαίσιο των επιλογών της οικονομίας και της κοινωνίας.

Αποτέλεσμα αυτών των αντιφατικών ανακατατάξεων στους ρόλους της θεσμικής

οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού στη χώρα μας

είναι, εκτός των άλλων, και η αλλαγή στις σχέσεις και στην ποιότητα των

σχέσεων κράτους – οικονομίας, κράτους – εργασίας καθώς και κράτους –

πολιτικής.

Έτσι, στον πυρήνα της θεσμικής οργάνωσης και λειτουργίας της ελληνικής

οικονομίας, βαθμιαία μετασχηματίζονται οι «σχέσεις» σε «συναλλαγές» (R.

Sennet, 2006) και οι θεσμικοί ρόλοι σε δίκτυα και κυκλώματα διαπλοκής και

διαφθοράς στο όνομα της μέγιστης δυνατής και ταχύτατης απόδοσης των

οικονομικών συναλλαγών. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τους φορείς άσκησης της

οικονομικής πολιτικής, οι δημόσιες πολιτικές ανάπτυξης και αναδιανομής του

εισοδήματος περιστέλλουν τη δυναμική της αγοράς και την ανάπτυξη της

οικονομίας.

Κατά συνέπεια, η κινητήρια δύναμη της οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής

καθίσταται, ως νέος όρος λειτουργίας της, η «συναλλαγή» και όχι ο

εκσυγχρονισμός της θεσμικής οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας.

Έτσι, η απελευθέρωση των αγορών και η ρητορεία περί ελεύθερου ανταγωνισμού

προς όφελος του καταναλωτή συνοδεύονται από τη διαμόρφωση ολιγοπωλιακών μορφών

αγοράς στα γαλακτοκομικά, στα καύσιμα, στις τράπεζες, στα τσιμέντα, στα

αναψυκτικά κ.λπ.

Ακριβώς η παρατηρούμενη αυτή αντίφαση ανάμεσα στην απελευθέρωση των αγορών και

στην ύπαρξη ολιγοπωλιακών μορφών αγοράς συνιστά το αποτέλεσμα της αλλαγής των

«σχέσεων» κράτους – οικονομίας σε «συναλλαγές» κράτους – επιχειρήσεων.

Από την άποψη αυτή, οι διακηρύξεις περί μηδενικής ανοχής στα σκάνδαλα, τη

διαπλοκή και τη διαφθορά, δεν θα στεφθούν με επιτυχία παρά τη λήψη θεσμικών

μέτρων, δεδομένου ότι δεν προσεγγίζουν διόλου τη μήτρα γέννησης και ανάδειξης

των κρουσμάτων διαφθοράς και διαπλοκής. Διακηρύττουν την ηθική βάση των

πολιτικών προθέσεων αντιμετώπισής τους αλλά αδυνατούν να διεισδύσουν στο

πραγματολογικό πεδίο εκκόλαψης και εκδήλωσής τους.

Έτσι, η ουσιαστική αποτροπή δυσμενέστερων εξελίξεων δεν είναι δυνατόν να

επιτευχθεί παρά μόνο εάν αλλάξουν και ανασυσταθούν σοβαρά οι αντιφατικοί ρόλοι

στη θεσμική οργάνωση της ελληνικής οικονομίας καθώς και οι σχέσεις μεταξύ

κράτους – οικονομίας, κράτους – εργασίας και κράτους – πολιτικής.

Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η «αγορά» να λειτουργεί ως αποικία των

δημόσιων πολιτικών ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος, οι οποίες

εμπεριέχοντας στον πυρήνα τους την αναβάθμιση της εργασίας και τη μεταμόρφωση

της παραγωγικής υποδομής της χώρας, θα ενδυναμώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο

τις επιρροές της κοινωνίας και της οικονομίας στο πολιτικό σύστημα και στον

κρατικό μηχανισμό, περιορίζοντας καθοριστικά με δομικό και λειτουργικό τρόπο

τις επιρροές των δικτύων διαπλοκής και διαφθοράς στα κέντρα λήψης των

αποφάσεων.

Αποδεικνύεται έτσι με τον πιο σαφή και εύληπτο τρόπο ότι απαιτείται η άμεση,

ριζική και ουσιαστική πάταξη των σκανδάλων και της διαφθοράς, προκειμένου να

μην αποκτήσουν συστατικά και οργανικά χαρακτηριστικά του οικονομικού και

κοινωνικού σχηματισμού στη χώρα μας.

Πώς όμως θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Θα επιτευχθεί με την παρακμή των

εσωτερικών αντιφάσεων λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας ή με την υπερβατική

καταπολέμηση των συνθηκών διαπλοκής και διαφθοράς;

Προφανώς, κατά την άποψή μας, με τη βεβαιότητα της δεύτερης επιλογής, η οποία

όμως προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την αποκατάσταση των σχέσεων κράτους –

οικονομίας – κοινωνίας, την εγκαθίδρυση μιας νέας κουλτούρας σχεδιασμού των

στόχων, θεσμικής οργάνωσης των μέσων και ορθολογικής διαχείρισης των μέτρων

πολιτικής στην ελληνική οικονομία.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός

διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ