Συχνά, αλλά άστοχα, ακρίβεια και πληθωρισμός στη χώρα συσχετίζονται με την

εισαγωγή του ευρώ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η εισαγωγή του νέου νομίσματος

οδήγησε σε όλες τις χώρες και ιδιαίτερα σε χώρες στις οποίες τα κέρματα είχαν

μέχρι τότε μικρή αξία – όπως στην Ελλάδα – σε «στρογγυλοποιήσεις» τιμών, με

αποτέλεσμα αυξήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες που διαφορετικά δεν θα γίνονταν.

Όμως η «στρογγυλοποίηση» και η άνοδος των τιμών που προκαλεί διαρκούν κατά

κανόνα κάποιους μήνες ή το πολύ ενάμισι ή δύο χρόνια. Από κει και πέρα η

δυνατότητα των επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές δεν μπορεί να ερμηνευτεί με

την εισαγωγή του ευρώ. Κάτι άλλο συμβαίνει και για τρία συνεχή χρόνια οι τιμές

στην Ελλάδα αυξάνονται κατά 57% πάνω από τον μέσο πληθωρισμό της ευρωζώνης.

Επίσης, όσοι αναφέρονται στο ευρώ ως πηγή της ακρίβειας θα έπρεπε να

συλλογιστούν στοιχειωδώς τι θα είχε γίνει σήμερα με τις τιμές αν δεν είχαμε το

ευρώ. Πολύ απλά, με δεδομένο το σημερινό τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο

πληρωμών, η δραχμή θα είχε υποτιμηθεί για άλλη μια φορά και η ακρίβεια – και

άρα η φτώχεια και η ανισότητα – θα ήταν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα. Την

εξαιρετικά κρίσιμη αυτή πτυχή δεν μπορεί κανείς να την παραβλέπει αν θέλει

πράγματι να κατανοήσει τι φταίει για τη διόγκωση της ακρίβειας και του

πληθωρισμού στην Ελλάδα και άρα να κατανοήσει με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει

το πρόβλημα.

Σε ένα άρθρο τους οι Στουρνάρας και Αλμπάνη («ΤΑ ΝΕΑ» 2/9) αναφέρθηκαν σε μια

διαφορετική ενδιαφέρουσα πτυχή, που δείχνει ότι η βελτίωση στο κατά κεφαλήν

εισόδημα μιας χώρας (στο παράδειγμα της Ελλάδας) συνδέεται και με αύξηση του

επιπέδου των τιμών της σε σχέση με την ΕΕ -15. Πράγματι, η σχέση αυτή ώς ένα

βαθμό εξηγεί και αυτή ορισμένες πτυχές της ακρίβειας και, επιτέλους, βάζει ένα

φρένο στις απλοϊκές ερμηνείες που ανάγουν όλο το πρόβλημα στο ευρώ. Ωστόσο

παραμένει το ερώτημα γιατί στην Ελλάδα περισσότερο από άλλες χώρες με

χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο απ’ ό,τι η ΕΕ -15 έχουμε μεγαλύτερο πληθωρισμό και

αυξήσεις τιμών, αφού και σε εκείνες σημειώνεται ισχυρή αύξηση τού κατά κεφαλήν

εισοδήματος όπως και σε εμάς (π.χ. Ισπανία).

Από τη συζήτηση περί ακρίβειας λείπει ένα εξαιρετικά κρίσιμο στοιχείο. Και το

στοιχείο αυτό λέγεται «δημοσιονομικά ελλείμματα» της χώρας, άρα ένα μέγεθος

που συνδέεται ευθέως με πολιτικές επιλογές και ευθύνες. Τα δημοσιονομικά

ελλείμματα στη χώρα μας μπορεί τα χρόνια μετά το 2000 να μειώθηκαν σημαντικά

σε σχέση με το παρελθόν, όμως εξακολουθούν να κινούνται με μέσο επίπεδο 5% του

ΑΕΠ έναντι 2,1% της ευρωζώνης, δηλ. να είναι υπερδιπλάσια. Στα ελλείμματα αυτά

θα πρέπει να προσθέσει κανείς και ορισμένα «κρυφά» ελλείμματα, που

εμφανίζονται κατ’ ευθείαν ως δημόσιο χρέος. Τα κονδύλια αυτά, ανεξάρτητα από

την ταξινόμησή τους, από οικονομική σκοπιά στην ουσία έχουν τις ίδιες

λειτουργίες και επιπτώσεις όπως τα φανερά ελλείμματα. Και τα δύο αυτά μεγέθη

δείχνουν τη διατήρηση υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Όμως στα οικονομικά γνωρίζουμε ότι υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα οδηγούν σε

πληθωρισμό και ακρίβεια. Συνεπώς πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως ένα βασικό αίτιο

της διογκούμενης ακρίβειας, πέρα από το ευρώ ή άλλους παράγοντες, είναι πολύ

περισσότερο τα μεγάλα δημοσιονομικά μας ελλείμματα (φανερά και αφανή), που

αποτελούν όμως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Η σχέση ελλειμμάτων

και πληθωρισμού σφράγισε την ελληνική πραγματικότητα για μεγάλο διάστημα από

το 1980 και μετά. Θα ήταν αφελές να την ξεχάσουμε σήμερα επειδή αυτά τα δύο

μεγέθη βελτιώθηκαν, όταν από την άλλη πλευρά κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα σε

σύγκριση με την ευρωζώνη.

Όμως πέρα από το πολιτικό στοιχείο που εκφράζουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα,

στη σημερινή συγκυρία λειτουργεί και ένα δεύτερο «πολιτικό στοιχείο»: η

μετατόπιση της έμφασης της κυβέρνησης από τους άμεσους στους έμμεσους φόρους

(π.χ. αύξηση ΦΠΑ, αύξηση ειδικών φόρων στο πετρέλαιο, στη βενζίνη, στα

τσιγάρα), που αντίθετα με τους πρώτους οδηγούν σε διόγκωση της ακρίβειας. Η

πολιτική αυτή επιλογή σημαίνει ότι η εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού

συνδέεται ευθέως με μεγαλύτερη αύξηση της ακρίβειας και αρνητική κοινωνική

αναδιανομή.

Η παραδοχή ότι η ακρίβεια σε σημαντικό βαθμό δεν έχει τα αίτιά της σε

εξωγενείς παράγοντες που δήθεν δεν μπορεί να επηρεάσει η πολιτική, αλλά σε

ενδογενείς πολιτικές επιλογές έχει τεράστια επίπτωση στη συζήτηση όχι μόνο για

τους τρόπους αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αλλά γενικότερα του πολιτικού

σχεδιασμού. Αντί να επιρρίπτουμε την ευθύνη στο ευρώ ή σε άλλα φαινόμενα που

μπορεί να επηρέασαν τις εξελίξεις το 2001-2002 αλλά είναι άσχετα με τις

εξελίξεις των επόμενων ετών, ας δούμε με μεγαλύτερο πραγματισμό τη σημερινή

κατάσταση και πώς ξεπερνάμε ένα πρόβλημα που υπονομεύει οριζόντια όλη την

οικονομία – από την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση μέχρι τους μισθούς,

τη φτώχεια και την ανισότητα.

Μια αποτελεσματικότερη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δίνει ίσως την

απλοϊκή εντύπωση, ότι οδηγεί σε πιο αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Από

νεο-φιλελεύθερη οπτική ίσως. Από μια πιο κοινωνική οπτική αντίθετα οδηγεί σε

καίριες εναλλακτικές πολιτικές επιλογές. Οδηγεί στη λήψη μέτρων πραγματικής

καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της παρανομίας, των σπάταλων κομματικών

διορισμών και άλλων τέτοιων φαινομένων. Ειδικά στην Ελλάδα, η πολιτική σκοπιά

της δημοσιονομικής διαχείρισης εμπεριέχει στοιχεία τεράστιων αδικιών. Η

πληθωριστική λειτουργία αποτελεί μια από αυτές και δίνει τη δυνατότητα σε

παραγωγούς και κυβέρνηση να αποσπούν με αφανή τρόπο εισόδημα ιδιαίτερα από τα

πιο αδύναμα – αλλά πολυπληθή – στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Μια αποτελεσματική δημοσιονομική ισορροπία θα καταπολεμούσε ταυτόχρονα την

ακρίβεια, τα δημοσιονομικά, τις ανισορροπίες στο ισοζύγιο πληρωμών και τις

ανισότητες. Ίσως γι’ αυτό παραμένει εκτός πολιτικών επιλογών.