Αν ξέραμε να διαβάζουμε εφημερίδες, μια είδηση που δημοσιεύτηκε, πριν από

λίγες μέρες, στις σελίδες του «Μικροπολιτικού», στα «ΝΕΑ», θα μας είχε

καθηλώσει, ή έστω, προβληματίσει, ως κοινωνία. Τις κουβέντες των άλλων που

θυμάται, συνήθως, κανείς, δεν είναι κουβέντες σπουδαίες, που ειπώθηκαν για να

μην ξεχαστούν. Είναι, συνήθως, κουβέντες «του αέρα». Δύσκολα θυμάται κανείς

μια ρήση του Σπινόζα ή του Γκαίτε, αλλά την κουβέντα μιας γειτόνισσάς του δεν

την ξεχνά ποτέ. Έλεγε, λοιπόν, η είδηση: «Στη Ραφήνα όπου κολυμπούσε η γνωστή

πολιτικός Μιλένα Αποστολάκη, την πλησιάσανε δυο κυρίες και της είπανε

«χτυπήστε τους από κάτω σαν χταπόδια». Της το είπανε και απομακρυνθήκανε

αμέσως». Θα εννοούσανε, ασφαλώς, να χτυπήσει «σαν χταπόδια» τους πολιτικούς

της αντιπάλους.

Συμβαίνει, συχνά, όταν έρθει κάποιος σ’ επαφή (συνήθως τυχαία) μ’ ένα

αναγνωρίσιμο, δημόσιο πρόσωπο, προκειμένου να δημιουργήσει μια «σχέση» μαζί

του, να του μιλά μ’ έναν τρόπο που να δείχνει ότι του είναι οικείο. Ότι,

δηλαδή, γνωρίζει τον βίο και την πολιτεία του και, περιληπτικά, του τα

διατυπώνει. Σε μια επιθεώρηση, στο «Δελφινάριο», πριν από πολλά χρόνια, όπου

έπαιζε ο Θανάσης Βέγγος (την ίδια εποχή που διαφήμιζε στην τηλεόραση μια

γερμανική μπίρα), ακουγόταν, συχνά, από τις πρώτες σειρές της πλατείας κάποιος

που του φώναζε, μόλις εμφανιζόταν στην σκηνή, την ονομασία της μπίρας. Του

έστελνε με τον τρόπο αυτό ένα «σημάδι» πως τον είχε αναγνωρίσει, πως ως θεατής

ο ίδιος «ήξερε». Κι ενώ το περιστατικό με τον Βέγγο είναι μάλλον αθώο, το

περιστατικό με την Αποστολάκη είναι, αντίθετα, ύποπτο, σκοτεινό.

Γιατί οι δυο κυρίες, που αναφέραμε στην αρχή, συνειδητοποιούν την πολιτική ως

μια πράξη εκδικητική, που επιτρέπει να χτυπά κανείς τους άλλους από κάτω «σαν

χταπόδια». Φαντάζεται, βέβαια, κανείς τι θα είχε συμβεί, αν τις δυο αυτές

κυρίες τις είχε επιλέξει ένας πολιτικός ως συνεργάτιδές του. Ενώ δεν είχανε

καμιά σχέση με την εξουσία, σε μια στιγμιαία επαφή μ’ έναν εκπρόσωπό της,

θελήσανε να ιδιοποιηθούνε το χειρότερό της πρόσωπο. Τιμούσανε με τα λόγια τους

τη δύναμη που μπορεί να εκφράζει η εξουσία, χωρίς να χρειάζεται καμιά

υποστήριξη γι’ αυτό, χωρίς μάλιστα να τους ζητηθεί, και αυτή τη δύναμη την

ήθελαν όσο γίνεται πιο σκληρή. Δεν είχαν υπολογίσει ούτε για δευτερόλεπτο πως

όταν αντιλαμβάνεσαι με τον τρόπο αυτό την εξουσία, είναι θέμα χρόνου για το

πότε θα βρεθείς ο ίδιος μέσα στις δαγκάνες της. Ό,τι ζητάς για τους άλλους, το

ίδιο, ακριβώς, θα εισπράξεις κάποια στιγμή κι εσύ, γιατί μέσα στον λογαριασμό

αυτό δεν είσαι ο μόνος που κάνει τους υπολογισμούς του! Η εξουσία, ακόμη κι

όταν εμφανίζεται ως μια δύναμη αγαθοεργή, ως συστατικό της δεν παύει να

αναγνωρίζει το δίδυμο, αυτού που εξαρτάται κι εκείνου που εξαρτά. Το περίεργο

είναι πως αν το πρώτο σκέλος διαπιστώσει ότι το δεύτερο έχει αρχίσει να

μπουχτίζει με τη δράση του, θα κάνει ό,τι μπορεί περισσότερο για να το

επαναφέρει δριμύτερο στην άσκηση της εξουσίας του. Οι δυο κυρίες, αντί να

επιθυμούν τον οποιοδήποτε πολιτικό σε παρατεταμένες διακοπές, αντίθετα,

σπεύσανε να θυμίσουν στην συγκεκριμένη εκπρόσωπο να ξαναπιάσει το μαστίγιο.

Ούτε μπορεί να φανταστεί κανείς ότι περιφέρονταν σε μια παραλία γιατί δεν

ξέρανε πώς να εκφράσουν την αγανάκτησή τους.

Μήπως ήρθε η ώρα να ξαναδιαβάσουμε, ή να ξαναδούμε, τον «Ρινόκερο» του

Ιονέσκο;

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η λέξη».