Για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια, η επέτειος του πραξικοπήματος της 24ης

Μαρτίου 1976 και της μαζικής εξόντωσης που επακολούθησε στην Αργεντινή

«συμπίπτει» με μια κυβέρνηση και ένα Κοινοβούλιο που δείχνουν ιδιαίτερη

ευαισθησία σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ υπήρξε μέλος των ανταρτών Μοντονέρος, ένας αριστερός

Περονιστής όπως χιλιάδες άλλοι Αργεντινοί που βασανίστηκαν και φονεύθηκαν στα

στρατόπεδα συγκέντρωσης της δικτατορίας ή… πετάχτηκαν στα νερά του ποταμού

Μαρ ντέλα Πλάτα για να μη βρει ποτέ κανείς τις σορούς τους. Ύστερα από την

αμνηστία που έδωσαν στους στρατιωτικούς οι δημοκρατικές κυβερνήσεις του

Αλφονσίν και του Μένεμ, την οποία ανακάλεσε την περασμένη χρονιά η νέα Βουλή,

οι λέξεις αλήθεια και δικαιοσύνη βρίσκονται ξανά στα χείλη των Αργεντινών. Όλα

τα στοιχεία για τη μαζική εξόντωση είτε είναι επιμελώς κρυμμένα είτε έχουν

καταστραφεί.

Μερικοί χουντικοί – όπως ο αρχηγός τους, στρατηγός Βιντέλα – παραμένουν σε

κατ’ οίκον περιορισμό. Εκατοντάδες όμως στρατιωτικοί που έλαβαν μέρος στη

σφαγή αποτελούν ακόμη στελέχη του Στρατού, προστατευόμενοι από τον «νόμο της

σιωπής», ενώ οι βασανιστές που κατέληξαν στη φυλακή μπορούν να μετρηθούν στα

δάχτυλα του ενός χεριού. Ένας από αυτούς – ίσως ο πιο διαβόητος – ο πρώην

υπαξιωματικός της Αστυνομίας, Χούλιο Χέκτορ Σιμόν, ο επονομαζόμενος «Τούρκος»,

δέχθηκε να μιλήσει σε έναν δημοσιογράφο της ιταλικής εφημερίδας «Ρεπούμπλικα».

«Ποιος σε στέλνει;» τον ρώτησε μόλις τον είδε μπροστά του.

«Κανείς. Είμαι δημοσιογράφος».

«Έχεις ταυτότητα;».

«Ορίστε».

«Είσαι αριστερός ή δεξιός;».

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο».

«Δεν σε πιστεύω. H μούρη σου δείχνει φασίστα, όπως και η δικιά μου. Τι θες;».

«Ξέρω την ιστορία σου».

«Είναι όλα ψέματα. Εγώ ήμουν ένας απλός ενωμοτάρχης. Εκτελούσα διαταγές.

«Να σου διαβάσω μια κατάθεση: «Αφού με ανέκρινε, ο Χούλιο, διέταξε και με

πήγαν σε ένα δωμάτιο με ένα μεταλλικό κρεβάτι που ήταν συνδεδεμένο με

ηλεκτρόδια. Αρνήθηκα να γδυθώ κι άρχισαν να με δέρνουν. Ένας από αυτούς μου

τράβηξε την πουκαμίσα κι ένας άλλος με έριξε στο κρεβάτι. Μου έδεσαν τα χέρια

και τα πόδια. Τότε μόνο τους είπα πως ήμουν δύο μηνών έγκυος. Και ο «Τούρκος»

μού είπε: «H φίλη σου ήταν έξι μηνών έγκυος κι άντεξε τα ηλεκτροσόκ. Θα τα

αντέξεις κι εσύ»».

«Δεν θυμάμαι. Ποια είναι;».

«H Μόνικα Μπρουλ, μία από εκείνες που επέζησαν από το γκαράζ «Ολίμπο»».

«Εγώ την έσωσα. Την άφησα να φύγει κι αυτή με κατηγορεί. Πάντα η ίδια ιστορία».

«Γιατί την άφησες;».

«Επειδή εμένα με ενδιέφεραν μόνον οι Μοντονέρος». Μια άλλη κατάθεση γράφει: «Ο

«Τούρκος» χτυπούσε συνήθως τους κρατούμενους με γυμνά χέρια και με κλωτσιές

και γροθιές στο στομάχι. Άλλες φορές τους χτυπούσε με ένα καλώδιο, για να μην

τρέχει αίμα από τα τραύματα». Είναι κατάθεση από μια δίκη που έγινε το 1985,

όταν κανείς δεν γνώριζε ακόμη ότι ο «Τούρκος» ήταν ο Χούλιο.

Εκείνη την εποχή ήμουν ένα φάντασμα, λέει γελώντας.«Ύστερα κάποιος μίλησε».


Ο «ΤΟΥΡΚΟΣ» ΔΙΕΦΕΥΓΕ ΕΠΙ 20 ΧΡΟΝΙΑ

Τον αναγνώρισε ένα θύμα του

Ο πρώην υπαξιωματικός της Αστυνομίας, Χούλιο Χέκτορ Σιμόν, ο επονομαζόμενος «Τούρκος»

Ο Χούλιο Χέκτορ Σιμόν είναι μεγαλόσωμος, 65 ετών, με τεράστια χέρια. H ματιά

του είναι καχύποπτη, μερικές φορές ανήσυχη. Κρατείται σε ένα κελλί 8

τετραγωνικών μέτρων, στο υπερσύγχρονο συγκρότημα φυλακών Μάρκο Παζ, που απέχει

60 χιλιόμετρα από το Μπουένος Άιρες. Στη δική του πτέρυγα βρίσκονται μόνο

αυτός κι ένας στρατιωτικός για τα εγκλήματα της δικτατορίας. Ο «Τούρκος» μπήκε

στη φυλακή πριν από πέντε χρόνια. Επί είκοσι χρόνια διέφευγε από τη

Δικαιοσύνη, λόγω της αμνηστίας. Όταν έφυγε από την Αστυνομία, εντάχθηκε στη

μαφία των πρώην αστυνομικών που στην Αργεντινή έμεναν ουσιαστικά ατιμώρητοι:

πλαστές επιταγές, απάτες, εκβιασμοί. «Μικροαπατεωνιές, ψιλοπράματα. Για να

επιβιώσω». Έχει πέντε παιδιά, μα κανένα δεν πήγε ποτέ να τον δει στη φυλακή.

Για κακή του τύχη, κάποιοι που τους είχε βασανίσει τον αναγνώρισαν στον δρόμο,

σε μια διαδήλωση έξω από τη Βουλή της χώρας, το 2000. Από τότε βρίσκεται στη

φυλακή. Και τον περιμένουν πέντε δίκες.

«Μπήκες στην Αστυνομία για να πολεμήσεις τους αντάρτες. Πώς κατέληξες

βασανιστής;».

«Δεν θέλετε να καταλάβετε εσείς. Εδώ δεν είναι Ευρώπη. Ήταν ένας πόλεμος μέχρι

θανάτου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς».

«Σήμερα έχεις μετανιώσει;».

«Για τι πράμα;» λέει ο «Τούρκος» και γυρίζει το βλέμμα αλλού.

«Τι λες για τον στρατηγό Βιντέλα;».

«Είναι ένα κάθαρμα, ένας δειλός που μας εγκατέλειψε. Δούλευα γι’ αυτόν. Έπρεπε

να αναλάβει την ευθύνη».

«Πιστεύεις;».

«Ασφαλώς».

«Εξομολογήθηκες ποτέ;».

«Ναι, ζήτησα συχώρεση από όλους όσοι θα μπορούσαν να με συχωρέσουν».