«Σήμερα «κιτρινίζουν» οι πάντες, γιατί είναι πιο εύκολο. Λίγο διασημότητες,

λίγο διάφοροι τύποι που πάνε σε εκπομπές και λένε τη γνώμη τους, αλλά τίποτα

τεκμηριωμένο. Είναι πιο εύκολο να κάνεις κουτσομπολιό απ’ το να βγάλεις ένα

δημοσιογραφικά άρτιο θέμα», λέει ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος και

καθηγητής Μπιλ Κόβατς

«Ο κόσμος μας θα επιβιώσει μόνο αν οι δημοσιογράφοι υπηρετούν το καθήκον τους

και βοηθούν τους πολίτες να μην είναι αδαείς όταν λαμβάνουν αποφάσεις. Αν τους

βοηθούν να αποφασίζουν οι ίδιοι και όχι άλλοι για λογαριασμό τους. Και οι

δημοσιογράφοι θα επιβιώσουν μόνο αν είναι υπεύθυνοι απέναντι στους πολίτες. H

σχέση ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τον πολίτη είναι η πλέον σοβαρή υπόθεση».

Για όσους θυμούνται την ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», την ιστορία

των δημοσιογράφων της «Washington Post» που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο Watergate,

ο Μπιλ Κόβατς προέρχεται από εκείνη την παράδοση της αμερικανικής

δημοσιογραφίας· της γενιάς που βγήκε από τον μακαρθισμό, ανεξάρτητη και

επιθετική, βίωσε και κάλυψε δημοσιογραφικά το κίνημα για τα δικαιώματα των

Μαύρων και είχε ως ευαγγέλιο τη διασταύρωση των πηγών. Αυτές τις αρχές

συμπυκνώνει ο βετεράνος δημοσιογράφος (μαζί με τον Τιμ Ρόζενστιλ) στο βιβλίο

«Εισαγωγή στη δημοσιογραφία. Τι πρέπει να γνωρίζουν οι άνθρωποι των Μέσων και

τι πρέπει να αναμένει η κοινή γνώμη», που βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένος

των Εκδόσεων Καστανιώτη και του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού

του Παντείου Πανεπιστημίου.

Μια από τις απαράβατες αρχές του Κόβατς είναι ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να

τηρούν την ανεξαρτησία τους απ’ τους ανθρώπους, τη δραστηριότητα των οποίων

καλύπτουν. Και το φαινόμενο δημοσιογράφων που μοιάζουν περισσότερο με

εκπρόσωποι αυτών ακριβώς των ανθρώπων; «H ασθένεια αυτή δυστυχώς είναι πολύ

έντονη στην Ουάσιγκτον. Ναι μεν οι σχέσεις με τους πολιτικούς είναι

απαραίτητες για να παίρνεις πληροφορίες, αλλά μέχρις εκεί. H σχέση αυτή δεν

πρέπει να είναι πιο σημαντική από την υποχρέωση να μην παραπλανάς το κοινό. Οι

«New York Times» έκαναν αυτό το λάθος πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ, δίνοντας

τις πληροφορίες που ήθελε ο Λευκός Οίκος. Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, την

οποία καλούνται να διαχειριστούν οι δημοσιογράφοι», απαντά στα «NEA» ο Μπιλ

Κόβατς.

Συντάκτης των «New York Times», αργότερα υπεύθυνος του γραφείου

Ουάσιγκτον της εφημερίδας, στέλεχος στην «Atlanta Journal and Constitution» (η

οποία κέρδισε ένα Πούλιτζερ και άλλες πέντε υποψηφιότητες για το βραβείο),

καθηγητής στο Nieman Foundation for Journalism στο Χάρβαρντ, ο Κόβατς κατέληξε

να είναι σήμερα πρόεδρος της Επιτροπής Ανησυχούντων Δημοσιογράφων, η οποία

έχει στόχο να εμφυσήσει στους δημοσιογράφους την πίστη στο λειτούργημά τους

μέσω της τήρησης αρχών. Ενίοτε ο Κόβατς γίνεται αντιπαθής στο σινάφι του.

Άλλωστε, επικρίνει τους δημοσιογράφους – σταρ. «Υπάρχουν συνάδελφοι που

θεωρούν τον εαυτό τους σημαντικότερο από τους αναγνώστες, από την κυβέρνηση,

απ’ όλους. Είναι μια ασθένεια που έχει να κάνει περισσότερο με την τηλεόραση,

όπου οι δημοσιογράφοι πηγαίνουν για να προβάλουν την προσωπικότητά τους και

όχι τη δημοσιογραφία τους», λέει χαρακτηριστικά.

Το μότο της ζωής του είναι ότι η δημοσιογραφία και ιδιαίτερα η εφημερίδα

«μπορεί να αλλάξει τη ζωή των αναγνωστών της, όσο ιδεαλιστικό κι αν ακούγεται

αυτό». Και εξηγεί: «Ένα καλό θέμα μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Αν ο

αναγνώστης απορροφήσει πληροφορίες που τον βοηθούν να λάβει μια απόφαση, να

εξετάσει πτυχές ενός θέματος τις οποίες δεν γνώριζε, ναι, μπορεί να αλλάξει τη

ζωή του μέσα από μια σημαντική απόφαση. Αυτό είναι που κάνει τη δουλειά να

αξίζει».

Όχι σε φτηνά επιχειρήματα και θέματα για… διδακτορικό

Ο Κόβατς πιστεύει ότι το επιχείρημα των μεγάλων ειδησεογραφικών οργανισμών πως

«αυτά θέλει ο κόσμος» είναι επιχείρημα φτηνό όπως και η στρέβλωση των

δημοσιογραφικών αρχών προς όφελος της εμπορικότητας. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η

σημερινή διεθνής κρίση του Τύπου οφείλεται εν μέρει σε αυτό το ατόπημα.

«Μπορείς να είσαι εμπορικός και ταυτόχρονα προσφέρεις ένα ανώτερης ποιότητας

και αξιόπιστο προϊόν. Οι εφημερίδες δεν θα επιβιώσουν αν δεν το κάνουν αυτό.

Τη στιγμή που μετατρέπεις τη δημοσιογραφία σε απλό εμπόριο, έχει χάσει τη

χρησιμότητά της. Όμως κάποτε τα θέματα παρουσιάζονται με τρόπο που το κοινό

δεν μπορεί να χωνέψει. Για παράδειγμα, οι «New York Times» έχουν καταπληκτικά

θέματα, αλλά όποιος δεν έχει… διδακτορικό, δεν μπορεί να τα καταλάβει».

INFO

Για την «Παραδοσιακή δημοσιογραφία και την πρόκληση των νέων Μέσων» θα

συζητήσει ο Μπιλ Κόβατς, στις 19.00, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Βασ.

Κωνσταντίνου 48) με τους Στέλιο Παπαθανασόπουλο, Νίκο Λέανδρο, Δημήτρη

Μητρόπουλο. Αύριο, στη Θεσσαλονίκη, στις 20.00, στην ΕΣΗΕΜ-Θ (Στρατηγού

Καλλάρη 5).