Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών υποστήριξε

την αναγκαιότητα έναρξης διαλόγου για το Ασφαλιστικό προκειμένου να καταστεί

βιώσιμο, δεδομένου ότι – όπως υποστήριξε – θα τριπλασιαστούν οι δαπάνες του

συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τα προσεχή είκοσι χρόνια.

Παράλληλα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην

τελευταία του Έκθεση για την «πορεία των μεταρρυθμίσεων» στην Ελλάδα,

παρατηρεί ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα για: α) τη μείωση των πρόωρων

συνταξιοδοτήσεων, β) την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, με τη

σύνδεση του ποσού της σύνταξης με τις αποδοχές του εργαζομένου που λαμβάνει

καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής του ζωής, και γ) τη μείωση της ανεργίας με

μέτρα που θα αυξάνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας.

Στην ίδια στρατηγική κατεύθυνση κινούνται οι προτάσεις του Διεθνούς

Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το οποίο στην τελευταία έκθεσή του (Ιανουάριος

2006) για την ελληνική οικονομία προτείνει, μεταξύ των άλλων, την αναγκαιότητα

λήψης μέτρων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον

διεθνή οργανισμό η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να αυξήσει τις δαπάνες των

συνταξιοδοτικών παροχών και έτσι να επιβαρυνθεί η δημοσιονομική κατάσταση της

χώρας.

Έτσι, ο διεθνής οργανισμός προτείνει μέτρα σε δύο συγκεκριμένα επίπεδα. Στο

πρώτο επίπεδο των παραμετρικών αλλαγών, προτείνει τη μείωση των πρόωρων

συνταξιοδοτήσεων, την αύξηση του πραγματικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και

την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης με βάση τα συνολικά έτη

εργασίας και ασφάλισης. Στο δεύτερο επίπεδο, της αλλαγής της φύσης και του

χαρακτήρα του κοινωνικο-ασφαλιστικού μοντέλου, προτείνεται: από διανεμητικό

και δημόσιας εγγύησης και ευθύνης να μετεξελιχθεί σε κεφαλαιοποιητικό και

ιδιωτικής ευθύνης σύστημα με τη συγκρότηση δύο πυλώνων – με τον πρώτο πυλώνα

να παρέχει μία ελάχιστη σύνταξη και τον δεύτερο πυλώνα να παρέχει μία

συμπληρωματική σύνταξη προσδιορισμένων εισφορών από τις ασφαλιστικές

εταιρείες.

Είναι προφανές ότι η στρατηγική αυτών των προτάσεων περιορίζεται στην

αναγκαιότητα βιωσιμότητας, που την επίτευξή της επιθυμεί να εξασφαλίσει με

επιδείνωση του επιπέδου των παροχών και των όρων απονομής τους. Έτσι, δεν

εντάσσει στους στόχους της την απαιτούμενη κοινωνική αποτελεσματικότητα του

συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας. Επίσης, η εμπειρία εφαρμογής

αντίστοιχων μέτρων σε άλλες χώρες απέδειξε τις σοβαρές δυσμενείς συνέπειες στο

επίπεδο των παροχών και της αναδιανομής του εισοδήματος, εντείνοντας παράλληλα

τις συνθήκες κοινωνικής αβεβαιότητας και σύγκρουσης των γενεών. Πράγματι, οι

εργαζόμενοι ανησυχούν για τη χρηματοδότηση των συντάξεών τους έπειτα από

μερικά χρόνια που θα είναι συνταξιούχοι, αφού τουλάχιστον στον ορίζοντα της

τρέχουσας δεκαετίας δεν προβλέπεται η αποτελεσματική καταπολέμηση της

ανεργίας.

Όμως, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι ουσιαστικά οι προτάσεις αυτές

αποσκοπούν στην αναζήτηση νέων πόρων και στην επίτευξη της χρηματοοικονομικής

ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, με τη μεγιστοποίηση του

κοινωνικού κόστους και την υποδαύλιση των συνθηκών σύγκρουσης των γενεών.

Αντίθετα, η ισορροπημένη οικονομικά και κοινωνικά προοπτική της κοινωνικής

ασφάλισης στη χώρα μας μπορεί να επιτευχθεί με την ενίσχυση του διανεμητικού

συστήματος και με τη δημιουργία ενός αποθεματικού κεφαλαίου το οποίο θα

συμβάλλει, εκτός των άλλων, στη δίκαιη αναδιανομή του εισοδήματος και στην

ενδυνάμωση της αλληλεγγύης των γενεών.

Το ερώτημα που γεννιέται είναι από ποιους πόρους θα σχηματισθεί το αναγκαίο

αποθεματικό κεφάλαιο το οποίο θα υποστηρίξει τη χρηματοοικονομική προοπτική

του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι αναγκαίοι πόροι θα προέλθουν από τη συνεπή

χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό, την

είσπραξη όλων των νομοθετημένων πόρων της κοινωνικής ασφάλισης, την

καταπολέμηση της τεραστίου μεγέθους εισφοροδιαφυγής. Σε μεσομακροπρόθεσμο

επίπεδο, οι αναγκαίοι πόροι θα προέλθουν από τον εμπλουτισμό της

χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης με την ουσιαστική καταπολέμηση της

φοροδιαφυγής της μη μισθωτής εργασίας, την καταπολέμηση της φοροαποφυγής

νομικών προσώπων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, την επιβολή ειδικής εισφοράς

για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στα υψηλά εισοδήματα και την

αποτελεσματική μείωση της ανεργίας και αύξησης της απασχόλησης.

Στην κατεύθυνση των μέτρων μεσομακροπρόθεσμου επιπέδου, καταγράφεται

βιβλιογραφικά η εμπειρία της Γαλλίας για την εξειδίκευση ειδικής εισφοράς για

τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στις επιχειρήσεις και στα

υψηλά εισοδήματα, καθώς και της Γερμανίας, όπου μετά το 2007, που το επίπεδο

του ΦΠΑ θα αυξηθεί από 16% σε 19%, η αύξηση των τριών ποσοστιαίων μονάδων θα

διοχετευθεί κατά 50% στη χρηματοδότηση αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και

κατά 50% στη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής προστασίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και

επιστημονικός διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ