H ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου, μέσα από την προετοιμασία και εκτέλεση

διαφόρων επενδυτικών σχεδίων, αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη οικονομική

λειτουργία που προωθεί την οικονομική ανάπτυξη και την εξέλιξη των αγορών.

Το πιο σημαντικό ίσως χαρακτηριστικό της λειτουργίας των αγορών είναι οι

συνθήκες αβεβαιότητας που επικρατούν σ’ αυτές. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι τα

μελλοντικά αποτελέσματα ενός οποιουδήποτε επενδυτικού σχεδίου δεν είναι γνωστά

εκ των προτέρων και ότι οι συμμετέχοντες σε ένα τέτοιο σχέδιο αναλαμβάνουν ένα

μερίδιο επενδυτικού κινδύνου, πριν από τα οποιαδήποτε οικονομικά οφέλη (κέρδη)

από την εκτέλεσή του. Επομένως χρειάζεται μέτρο σε ό,τι αφορά το μέγεθος του

κινδύνου και μια στρατηγική.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μια ομάδα επιχειρηματιών προτίθενται να επενδύσουν σε

μια αγορά και έχουν υπόψη τους δύο εναλλακτικά επενδυτικά σχέδια, έστω το

σχέδιο A και το σχέδιο B. Και τα δύο σχέδια παρουσιάζουν μερικά κοινά

χαρακτηριστικά, όπως οι πιθανές πηγές χρηματοδότησης της κάθε επένδυσης

(τραπεζικός δανεισμός ή ίδια κεφάλαια), η χρήση ενός ελαχίστου μεγέθους

οικονομικών πόρων (αρχικό σταθερό κόστος της επένδυσης) και τα πιθανά οφέλη

από την εκτέλεση της κάθε επένδυσης. Για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν ποιο από

τα δύο επενδυτικά σχέδια είναι τελικά βιώσιμο, χρειάζεται να προβούν σε μια

συγκριτική ανάλυση κόστους και οφέλους για το κάθε ένα εξ αυτών.

Ας υποθέσουμε ακόμη ότι:

* Και τα δύο επενδυτικά σχέδια θα χρηματοδοτηθούν αρχικά από ίδια

κεφάλαια των επιχειρηματιών της ομάδας, ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ.

* Το αρχικό σταθερό κόστος της κάθε επένδυσης ανέρχεται σε 80

εκατομμύρια για το σχέδιο A και 90 εκατομμύρια για το σχέδιο B.

* Στα επόμενα δύο χρόνια από την ανάληψη της επένδυσης θα πρέπει να

καλύψουν 20 εκατομμύρια πρόσθετου κόστους για κάθε σχέδιο.

* Δεν υφίσταται φορολογία των κερδών της κάθε επένδυσης.

* Ο χρονικός ορίζοντας της απόδοσης κάθε επένδυσης είναι μία δεκαετία.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, πώς πρέπει να προχωρήσουν στην αξιολόγηση για τη

βιωσιμότητα και αναμενόμενη κερδοφορία των δύο αυτών επενδυτικών σχεδίων;

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ TOY ΧΡΗΜΑΤΟΣ KAI ΚΑΘΑΡΗ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΞΙΑ

H αξιολόγηση του κάθε σχεδίου πρέπει να έχει διαχρονικό χαρακτήρα: ενώ το

κόστος της κάθε επένδυσης πρέπει να αναληφθεί – σε κάθε περίπτωση – σε μικρό

χρονικό διάστημα (μέσα σε δύο χρόνια), τα συνολικά οφέλη δεν θα γίνουν γνωστά

πριν περάσει μία δεκαετία. Είναι, λοιπόν, άμεσα εμφανής η παρουσία του

κινδύνου και της αβεβαιότητας. H δεύτερη παρατήρηση είναι ότι το συνολικό

κόστος του σχεδίου A καλύπτεται από τα ίδια κεφάλαια, ενώ το συνολικό κόστος

του σχεδίου B δεν καλύπτεται. Επομένως, για να είναι βιώσιμο το σχέδιο B, θα

πρέπει να δίνει και μεγαλύτερα οφέλη κατά τη λήξη της επένδυσης.

Βάσει των δύο παραπάνω παρατηρήσεων καθίσταται αναγκαίο να διαμορφώσουμε μια

διαχρονική σχέση για την αξία του χρήματος τώρα και για την αξία του χρήματος

στο μέλλον. H σχέση αυτή στηρίζεται, αρχικά, στο οριακό κόστος ευκαιρίας του

χρήματος και στο οριακό κόστος του κεφαλαίου της επένδυσης. H ανάληψη ενός εκ

των δύο επενδυτικών σχεδίων δεν είναι η μόνη πιθανή λύση για τη χρήση των

ιδίων κεφαλαίων των επιχειρηματιών. H απλούστερη εναλλακτική λύση είναι η

κατάθεση των κεφαλαίων αυτών σε έναν τραπεζικό λογαριασμό μηδενικού κινδύνου

και το (πραγματικό) επιτόκιο αντιπροσωπεύει το οριακό όφελος από την κατάθεση

αυτή. Το οριακό κόστος του κεφαλαίου, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει την

αναμενόμενη ελάχιστη δυνατή (πραγματική) απόδοση της επένδυσης.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι τα οφέλη του κάθε επενδυτικού σχεδίου είναι διαθέσιμα

με τη μορφή των αναμενόμενων ετήσιων χρηματικών ροών (ετήσιες εισροές μείον

εκροές). Για να είναι τα σχέδια αυτά βιώσιμα θα πρέπει το επιτόκιο, το οριακό

κόστος του κεφαλαίου και οι αναμενόμενες χρηματικές ροές να είναι τέτοιες,

ώστε το αναμενόμενο συνολικό όφελος από το επενδυτικό σχέδιο να είναι

μεγαλύτερο ή ίσο ως προς το αναμενόμενο συνολικό όφελος από την κατάθεση των

ιδίων κεφαλαίων σε έναν τραπεζικό λογαριασμό μηδενικού κινδύνου.

H έννοια της καθαρής παρούσας αξίας (ΚΠΑ) συνοψίζει τα παραπάνω σε μια

μαθηματική σχέση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της

βιωσιμότητας των επενδυτικών σχεδίων του παραδείγματός μας. H σχέση της ΚΠΑ

για το σχέδιο j στον χρόνο t=0 (δηλαδή στο παρόν) δίδεται ως

εξής:

όπου AXP αντιστοιχεί στην αναμενόμενη χρηματική ροή του σχεδίου, ΟΚΚ

αντιστοιχεί στο οριακό κόστος του κεφαλαίου και AKE0 αντιστοιχεί στο αρχικό

κόστος της επένδυσης. Με άλλα λόγια, η ΚΠΑ μάς δίνει την αξία των αναμενόμενων

κερδών ενός επενδυτικού σχεδίου σε παρούσες τιμές – βάσει του οριακού κόστους

του κεφαλαίου – μείον το αρχικό κόστος της επένδυσης. H έννοια της ΚΠΑ μπορεί

να εφαρμοσθεί σε οποιαδήποτε μορφή επένδυσης για την οποία μπορούμε να

υπολογίσουμε αναμενόμενες χρηματικές ροές, συμπεριλαμβανομένης και της

τραπεζικής κατάθεσης του παραδείγματός μας. Να παρατηρήσουμε ότι, ενώ στην

παραπάνω σχέση θεωρούμε (για απλούστευση) ότι το ΟΚΚ είναι το ίδιο κάθε χρόνο,

στην πραγματικότητα μπορεί να μεταβάλλεται διαχρονικά.

Χρησιμοποιώντας τώρα την παραπάνω εξίσωση της ΚΠΑ, μπορούμε να καθορίσουμε

τους ακόλουθους κανόνες αξιολόγησης της βιωσιμότητας και προτίμησης ενός

επενδυτικού σχεδίου ως εξής:

Κανόνας 1ος: ένα επενδυτικό σχέδιο j θεωρείται βιώσιμο όταν

Κανόνας 2ος: μεταξύ δύο βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, ένα επενδυτικό

σχέδιο A θεωρείται προτιμητέο από ένα επενδυτικό σχέδιο B όταν

Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για την πρακτική εφαρμογή της ΚΠΑ, στη λήψη

επενδυτικών αποφάσεων, αλλά και για τις αλλαγές που παρουσιάζει όταν αλλάζουν

οι συνισταμένες της, επιστρέφοντας στο παράδειγμά μας.

Κατ’ αρχήν τα επενδυτικά σχέδια είναι βιώσιμα, καθώς οι ΚΠΑ τους είναι

θετικές. Στην περίπτωση που τα δύο επενδυτικά σχέδια (A και B1) έχουν την ίδια

απόδοση (ίδιες εισροές) καθ’ όλο τον χρονικό ορίζοντα της επένδυσης, τότε

παρατηρούμε στο διάγραμμα ότι το σχέδιο A είναι προτιμητέο για όλες τις τιμές

ΟΚΚ που παρουσιάζονται. Εάν οι αναμενόμενες εισροές του σχεδίου B είναι

αυξημένες κατά 1,25 εκατ. κάθε χρόνο (σχέδιο B2), τότε τα δύο επενδυτικά

σχέδια A και B2 είναι πρακτικά ταυτόσημα. Τέλος, όλα τα επενδυτικά σχέδια

είναι προτιμητέα από την τραπεζική κατάθεση μηδενικού κινδύνου.

Να επισημάνουμε ότι για τη σωστή χρήση της ΚΠΑ ως εργαλείου αξιολόγησης και

λήψης επενδυτικών αποφάσεων είναι απαραίτητη η δημιουργία προβλέψεων για τις

AXP, οι οποίες θα συνοδεύονται και από ένα μέτρο σε ό,τι αφορά τη σχετική

αβεβαιότητα και τον κίνδυνο κάθε επενδυτικού σχεδίου. Είναι λοιπόν εξαιρετικά

σημαντικό να διασφαλίζονται, κατά το δυνατόν, οι ομαλές συνθήκες λειτουργίας

των αγορών.

Tips

Τα αποτελέσματα…

… ενός επενδυτικού σχεδίου δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων και οι

συμμετέχοντες σε ένα τέτοιο σχέδιο αναλαμβάνουν ένα μερίδιο επενδυτικού

κινδύνου, πριν από τα οποιαδήποτε οικονομικά οφέλη