Κίνδυνο ακύρωσης της νομοθετικής παρέμβασης της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό

των τραπεζών από τα δικαστήρια διαπιστώνει ο πρώην πρόεδρος της Εμπορικής

Τράπεζας, κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ». Τονίζει

ότι αν και από τεχνικής πλευράς το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε, εν όψει της

εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, ενδεχόμενες αγωγές εργαζομένων και

συνταξιούχων των τραπεζών μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα στην εφαρμογή του

νόμου, ο οποίος, ούτως ή άλλως, δημιουργεί κόστος για τον προϋπολογισμό και

τους φορολογουμένους.

Ο κ. Στουρνάρας υπεραμύνεται των επιλογών που έγιναν από τις προηγούμενες

διοικήσεις της Εμπορικής Τράπεζας, όσον αφορά την επένδυση των κεφαλαίων από

την πώληση της Ιονικής και σημειώνει ότι η κινδυνολογία που ακούστηκε στη

Βουλή περί των κεφαλαίων της Εμπορικής Τράπεζας ήταν ουσιαστικά ένα

κυβερνητικό τέχνασμα, προκειμένου να ψηφιστεί ο νόμος για το Ασφαλιστικό των

τραπεζών.

Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, διακρίνει ότι έχει φτάσει σε ένα υψηλό

επίπεδο συγκέντρωση, γεγονός που δεν ευνοεί περαιτέρω συγχωνεύσεις. Ωστόσο,

διασυνοριακές συνεργασίες τύπου Εμπορικής – Credit Agricole θεωρεί ότι έχουν

μέλλον. Επικρίνει, παράλληλα, όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μπήκε στη ζώνη

του ευρώ με λογιστικές αλχημείες και αδυνατεί να διακρίνει στο μείγμα

οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση τα στοιχεία που θα οδηγήσουν

την οικονομία σε πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη.

H κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη νομοθετική της παρέμβαση έλυσε το

Ασφαλιστικό πρόβλημα των τραπεζών, με την ανάληψη όλου του κόστους από

τις τράπεζες. Λύθηκε, πράγματι, το Ασφαλιστικό των

τραπεζών και ποιος, τελικά, θα αναλάβει το κόστος;

Το Ασφαλιστικό πρόβλημα των τραπεζών λύθηκε, υπό την έννοια της εφαρμογής και

των συνεπειών των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων. Κρίσιμο, πάντως, παραμένει το

ζήτημα της νομιμότητας της κατάργησης ορισμένων επικουρικών ασφαλιστικών

ταμείων τραπεζών που έχουν τη μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, αφού

οι γνώμες των νομικών διίστανται. Ενδεχόμενες αγωγές από υπαλλήλους και

συνταξιούχους τραπεζών μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα στην εφαρμογή του

νόμου. Ως προς την ανάληψη του κόστους πρέπει να διαχωρίσουμε: πρώτον, το θέμα

της κύριας από την επικουρική ασφάλιση και δεύτερον, το αναλογιστικό από το

ταμειακό έλλειμμα. Το κράτος αναλαμβάνει με τον νόμο αναλογιστικά ελλείμματα.

Αυτό, όμως, δεν δημιουργεί πραγματικό κόστος παρά μόνο στη σπανιότατη

περίπτωση χρεοκοπίας κάποιας τράπεζας. Το κράτος, όμως, αναλαμβάνει και

ταμειακά ελλείμματα, είτε άμεσα είτε έμμεσα, όταν μειωθούν οι εισφορές κύριας

ή επικουρικής ασφάλειας, το μέγεθος των οποίων δεν έχει διευκρινιστεί ακόμα.

Πρόθεση της κυβέρνησης είναι, μετά την επίλυση του Ασφαλιστικού της

Εμπορικής, να προχωρήσει στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της τράπεζας.

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι πιθανότερος αγοραστής είναι ο γαλλικός όμιλος

Credit Agricole. Πιστεύετε ότι αυτή η προοπτική θα είναι προς όφελος

της τράπεζας, του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας;

Κατά την άποψή μου, η καλύτερη λύση, τόσο για την Εμπορική Τράπεζα όσο και για

την εθνική οικονομία, είναι η Credit Agricole. H κορυφαία αυτή γαλλική τράπεζα

-και μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου -διαθέτει τεχνογνωσία,

κεφάλαια, δίκτυα, αλλά και νοοτροπία, που θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της

Εμπορικής Τράπεζας και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διέγραψε, την τελευταία δεκαετία,

μια μεγάλη πορεία συγκέντρωσης με συγχωνεύσεις και εξαγορές.

Παράλληλα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα εκσυγχρονίστηκε.

Βλέπετε μια συνέχιση αυτής της διαδικασίας τα επόμενα χρόνια;

Νομίζω ότι θα γίνουν συγχωνεύσεις και εξαγορές, περισσότερο όμως σε άλλους

κλάδους της οικονομίας παρά στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο εμφανίζεται ήδη

αρκετά συγκεντρωμένο. Θεωρώ επιθυμητές τις διασυνοριακές συνεργασίες μεταξύ

τραπεζών, τύπου Εμπορικής – Credit Agricole.

Μία από τις πρώτες παρεμβάσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ήταν η

δημοσιονομική απογραφή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, από τη

θέση του προέδρου του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, και

χειρισθήκατε τη διαδικασία σύγκλισης της οικονομίας με στόχο την ένταξη στην

ΟΝΕ. Τελικά, μπήκαμε «με το σπαθί μας» στο ευρώ;

Στην ΟΝΕ μπήκαμε με πολύ καλύτερες επιδόσεις από πολλά άλλα κράτη-μέλη, παρά

τις συγκριτικά δυσμενείς αρχικές συνθήκες. Μπήκαμε, δηλαδή, «με το σπαθί μας»,

όπως παραδέχθηκε και ο τωρινός υπουργός Οικονομίας. Όσοι συνεχίζουν να

υποστηρίζουν τα περί λογιστικών αλχημειών, ουσιαστικά δεν πιστεύουν στις

δυνατότητες των Ελλήνων και καλλιεργούν την εικόνα της ψωροκώσταινας για τη

χώρα μας, την οποία δεν θεωρούν ικανή για μεγάλα πράγματα.

Παρατηρούμε ότι η οικονομία δείχνει τάσεις επιβράδυνσης, μεγάλες

επιχειρήσεις μεταναστεύουν, η ακρίβεια πλήττει τα εισοδήματα και οι

ξένες επενδύσεις δεν έρχονται. Πώς θα μπει η οικονομία σε τροχιά

πραγματικής σύγκλισης;

H οικονομία αυτή τη στιγμή παρουσιάζει έντονο δημοσιονομικό πρόβλημα και

τάσεις επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι κρύβει

ισχυρές αναπτυξιακές δυνατότητες, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές

παραμένουν επιφυλακτικοί, ενώ οι δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης, τόσο των

ιδιωτών όσο και των επιχειρήσεων, επιδεινώνονται. Είναι δύσκολο, όσο και αν

ψάξει κάποιος, να βρει στο ακολουθούμενο μείγμα της οικονομικής πολιτικής τον

καταλύτη που θα κλείσει την «ψαλίδα» μεταξύ δυνατοτήτων και πραγματικών

επιδόσεων.

Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ελληνική οικονομία και

κοινωνία σήμερα;

Την αναβάθμιση της Παιδείας και της Εκπαίδευσης. Έχω ασχοληθεί, τόσο ως

ακαδημαϊκός δάσκαλος όσο και ως οικονομολόγος, με τα παραδείγματα διεθνών

μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία και παραμένω εντυπωσιασμένος από το φινλανδικό

υπόδειγμα, τον συνδυασμό αριστείας, αποτελεσματικότητας και κοινωνικής

δικαιοσύνης. Νομίζω ότι πρέπει να το μελετήσουμε καλύτερα.

Γιάννης Στουρνάρας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην

πρόεδρος της Εμπορικής Τράπεζας. «Στην ΟΝΕ μπήκαμε με το σπαθί μας»

Τέχνασμα η κινδυνολογία για την Εμπορική

Στα πλαίσια της αντιπαράθεσης για το Ασφαλιστικό των τραπεζών, κυβερνητικά

χείλη επέρριψαν ευθύνες στις προηγούμενες διοικήσεις της Εμπορικής για μη

χρηστή διαχείριση των εσόδων της τράπεζας από την πώληση της Ιονικής, που είχε

ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η επίλυση του Ασφαλιστικού της. Στην ερώτηση

πού πήγαν τελικά τα χρήματα από την πώληση της Ιονικής, ο κ. Στουρνάρας

απαντά:

«Δεν διαχειρίστηκα το θέμα αυτό εγώ, αν και θα συμφωνήσω με τους χειρισμούς

τής προκατόχου μου διοίκησης. H Ιονική Τράπεζα πουλήθηκε τον Μάρτιο του 1999

και εγώ ανέλαβα τη διοίκηση της Εμπορικής στο τέλος Ιουλίου του 2000. Αναφέρω

αυτό το στοιχείο μόνο και μόνο διότι κατά τη συζήτηση στη Βουλή, την Πέμπτη 30

Ιουνίου, ακούγονταν συνέχεια φράσεις όπως «ο Στουρνάρας πούλησε», «ο

Στουρνάρας επένδυσε» και ούτω καθεξής. Επί της ουσίας, τα χρήματα από την

πώληση της Ιονικής επενδύθηκαν, όπως και το υπόλοιπο παθητικό της Εμπορικής

Τράπεζας, σε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της. Δηλαδή σε δάνεια, σε

ομόλογα, σε μετοχές, στη διατραπεζική αγορά, στην ανάπτυξη και τον

εκσυγχρονισμό της τράπεζας.

Συγκεκριμένα, κατά το έτος που πραγματοποιήθηκε η πώληση της Ιονικής, το 1999,

μόνο το περίπου 10% της μεταβολής του παθητικού της Εμπορικής Τράπεζας

επενδύθηκε σε μετοχές. Όμως, παρά τη συντηρητική πολιτική που ακολουθήθηκε, η

πτωτική πορεία των αγορών, μετοχών και ομολόγων τα επόμενα χρόνια, σε

συνδυασμό με την απόφασή μας να αποτιμήσουμε όλα τα χαρτοφυλάκια της τράπεζας

σε τρέχουσες τιμές, οδήγησε στην εγγραφή λογιστικών υποαξιών στα χαρτοφυλάκια

της τράπεζας το 2002.

Απολύτως παρόμοια ήταν και η εμπειρία των υπόλοιπων τραπεζών, στην Ελλάδα αλλά

και στο εξωτερικό, με τις υποαξίες που δημιουργήθηκαν κατά την πτωτική φάση

του χρηματιστηριακού, επενδυτικού κύκλου. H Εμπορική Τράπεζα σήμερα έχει

επαρκή κεφάλαια, παρά την ταχύτερη ανάπτυξή της σε σύγκριση με τον μέσο όρο

του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά την περίοδο 2000-2003. Μετά την

πρόσφατη ψήφιση του νόμου για το Ασφαλιστικό των τραπεζών, η Εμπορική Τράπεζα

δεν έχει πρόβλημα επάρκειας κεφαλαίων. Στην ουσία, δεν είχε και πριν με την

προωθούμενη στη δική μου θητεία λύση της μετατροπής του Ταμείου Επικουρικής

Ασφάλισης από «καθορισμένης παροχής» σε «καθορισμένης εισφοράς».

Από τεχνικής άποψης, η λύση που υιοθετήθηκε στην περίπτωση της Εμπορικής από

τον παρόντα νόμο είναι η μετατροπή των ασφαλιστικών υποχρεώσεών της σε

καθορισμένη εισφορά. Λυπάμαι, τέλος, να πω ότι η κινδυνολογία που ακούστηκε

στη Βουλή περί των κεφαλαίων της Εμπορικής Τράπεζας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά

ένα τέχνασμα, προκειμένου να ψηφιστεί ο νόμος».