Κάποτε, ένας αγαπητός συνάδελφος με ρώτησε: «Μίλτο, γιατί ασχολείσαι τόσο…

τους αγαπάς πολύ τους μετανάστες;». Πέρα από τα αστεία, η απάντησή μου σε ένα

ανάλογο ερώτημα είναι ότι τα ζητήματα που αναδεικνύει ως μεγεθυντικός φακός η

μετανάστευση, είναι φαινόμενα και προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, που

προϋπήρχαν έντονα ή σοβούσαν και θα την ταλανίζουν ακόμη και αν η μετανάστευση

έπαυε αύριο, ενώ αποτελούν τις ψηφίδες με τις οποίες διαμορφώνεται η σημερινή

και αυριανή της μορφή.

H αλήθεια είναι ότι πάνω απ’ όλα τους σέβομαι! Επειδή οι πιο αξιαγάπητοι και

αξιοθαύμαστοι Έλληνες που συνάντησα έξω από τα σύνορα αυτής της χώρας, ήταν

μετανάστες της Γερμανίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας, με νοσταλγικές

αυταπάτες και σε παρέες πολυεθνικές. Και επειδή οι μετανάστες είναι η

κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που με χίλιες θυσίες, συνήθως από το μηδέν, και

με μοναδικό όπλο την τόσο απαξιωμένη τελευταία, προσωπική εργασία, έχουν

οικοδομήσει το παρόν και το μέλλον, σπανιότερα για τους ίδιους και συχνότερα

για τα παιδιά τους.

Όμως, για τους μετανάστες στην Ελλάδα σήμερα δεν χωρεί η ωραιοποίηση αυτής της

ανθρώπινης περιπέτειας. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς αντιμετωπίζουν εμπόδια

και προσκόμματα στις σπουδές και στην επαγγελματική τους κατάρτιση, ενώ η

παραμονή τους στη χώρα είναι αβέβαιη αν δεν εξασφαλίσουν σταθερή και διαρκή

απασχόληση, ακόμα και αν έχουν γεννηθεί ή και μεγαλώσει εδώ. Αν την

προηγούμενη δεκαετία η ελληνική πολιτεία συνάντησε, σαν θησαυρό στον δρόμο,

έτοιμο «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη – έστω και

χωρίς να διαχειρισθεί αυτό το πλεονέκτημα για το κοινό καλό – αυτή τη δεκαετία

και αφού εκ των πραγμάτων έχει επενδύσει στην εκπαίδευση και στο μεγάλωμα

αυτών των παιδιών, μοιάζει έτοιμη να πετάξει τον νέο θησαυρό από το παράθυρο.

H ίδια η κοινωνία, μέσα στην εθνοφοβική εσωστρέφεια στην οποία συχνά-πυκνά την

αναγκάζουν οι ιδιοτελείς δημαγωγοί και οι fast thinkers των τηλεπαραθύρων,

έχει στιγμές διαύγειας και ειλικρινούς αλληλεγγύης απέναντι στους πρόσφυγες

και τους μετανάστες, ενάντια στη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική που

βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τις κοινωνικές ανάγκες.

Αυτή η στάση δεν στηρίζεται στη φιλανθρωπία, αλλά στην επίγνωση του κοινού

διακυβεύματος και στην αμετακίνητη προάσπιση θεμελιωδών αξιών της κοινωνικής

οργάνωσης. Και όσοι την εκφράζουν δεν υποστηρίζουν συμπονετικά τους

«φουκαράδες» μετανάστες, αλλά προασπίζονται τη δική τους αξιοπρέπεια και τη

μορφή της κοινωνίας που προσδοκούν και που, με τα μέσα τους, προσπαθούν.

Δεν μπορώ να ερμηνεύσω διαφορετικά την καθολική κινητοποίηση και υποστήριξη με

ήθος και διακριτικότητα απέναντι στα media, μιας ολόκληρης σχολικής κοινότητας

κατά της «τυπικά σύννομης» απόφασης απέλασης ενός Αλβανού μαθητή. Ο τελευταίος

τελικά αναγκάστηκε να περάσει δύο βδομάδες υπό αστυνομική κράτηση σε ένα στενό

κελί με άλλους 8 ενήλικες μετανάστες, για να αφεθεί ελεύθερος λίγες ώρες πριν

ξεκινήσουν οι πανελλήνιες εξετάσεις στις οποίες συμμετείχε. H απέλασή του

εκκρεμεί για να πραγματοποιηθεί με τη λήξη του σχολικού έτους.

Αυτή η αμφιθυμία ανάμεσα στην πραγματική κοινωνική ανάγκη για παραγωγική και

συμμετοχική ένταξη των μεταναστών με δικαιώματα και στην εθνοκεντρική και

ξενόφοβη αντίδραση ενάντια στη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής, αλλά

πολυεθνοτικής κοινωνίας, μοιραία οδηγεί σε δύο διαφορετικές εναλλακτικές

εκβάσεις-δυνατότητες.

– Από τη μια, το άλμα και η δημοκρατική υπέρβαση μιας σύγχρονης αξιακά ισχυρής

κοινωνίας που στηρίζεται στην καταρχήν ισότιμη κοινωνική και πολιτική

συμμετοχή και στα δικαιώματα, και η οποία δεν φοβάται, παρά προσδοκά μόνο

οφέλη από την παραδοχή της πολυπολιτισμικής της υπόστασης,

– από την άλλη, οι ανισότητες, οι μικροπολιτικές εκτιμήσεις και η άνιση

επιρροή που έχουν ορισμένες πολιτικά ισχυρές κοινωνικές ομάδες στην παραγωγή

κοντόφθαλμων (αντι)μεταναστευτικών πολιτικών. Πίσω από αυτή τη δεύτερη

απαισιόδοξη εκδοχή, που τείνει συχνά να επαληθεύεται, ελλοχεύουν οι κοινωνικές

εντάσεις, η βία, η γκετοποίηση. Τελικά, μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία» της

κοινωνικοπολιτικής μας ιστορίας.

Ο Μίλτος Παύλου είναι κοινωνιολόγος, υπεύθυνος του προγράμματος

Ευρωπαϊκός Διάλογος για τη Μετανάστευση (European Migration Dialogue) σε

συνεργασία με το Migration Policy Group, που για την Ελλάδα υλοποιούν η Ένωση

για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη και το ΚΕΜΟ.