«Οι πολίτες της Ευρώπης» – είπε ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στο πρόσφατο

ετήσιο συνέδριο του Economist στην Αθήνα – «απαιτούν ηγεσίες με στρατηγική

στόχευση, που σκέπτονται σε μέλλοντα χρόνο, που βγαίνουν μπροστά από τις

εξελίξεις, που χτίζουν σήμερα αυτό που χρειάζεται το αύριο».

Ποια, όμως, είναι η σχέση των πρωθυπουργικών προδιαγραφών με τον λόγο και την

πρακτική της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, της οποίας ο ίδιος ηγείται;

Συμβαδίζουν με το νεοδημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, που ύστερα από 14

μήνες έχει πλέον αποκρυσταλλώσει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα; Και ποια

είναι αυτά τα γνωρίσματα;

Καταρχάς, το πρώτο γνώρισμα αφορά τον ίδιο τον Πρωθυπουργό – ο οποίος δεν

είναι ο εμπνευστής, συντονιστής και ελεγκτής του κυβερνητικού έργου, αλλά ο

διαχειριστής μιας κατάστασης που μπορεί και να πορεύεται ανεξέλεγκτα,

όπως συνέβη με τον ΛΑΦΚΑ, την απογραφή, τον βασικό μέτοχο και την πρόσφατη

κρίση στα Ίμια.

Το δεύτερο γνώρισμα αφορά την αντίληψη που διαπνέει όλο το σύστημα – που

μπορεί να συνοψιστεί στην πεποίθηση ότι, στην παρούσα φάση, η επικοινωνιακή

διαχείριση και η κυβερνητική ρητορική μπορούν να αποτελέσουν, εν

πολλοίς, το τέλειο υποκατάστατο της πολιτικής επίλυσης των προβλημάτων

της χώρας. Φαίνεται πως η νεοδημοκρατική ηγετική ομάδα έχει πεισθεί πως

λίγα πράγματα μπορεί να κάνει ως κυβέρνηση. Και επειδή η «πολιτική του

ώριμου φρούτου» έφερε τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση απαράσκευη. Και κυρίως,

επειδή, έχει καταλήξει στη θέση ότι «μπορεί καλά να τη φέρει τη ζωή της» ως

τις επόμενες εκλογές «συμψηφίζοντας μικροζημιές και μικροκέρδη» αρκεί

να τις διαχειριστεί επικοινωνιακά επιτυχώς. H πολιτική αυτή της

ακινησίας και των πολύ χαμηλών προσδοκιών εδράζεται στην άρρητη

παραδοχή ότι στις σημερινές συνθήκες (των ραγδαίων διεθνών αλλαγών και της

αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή προοπτική) πολλά τμήματα της ελληνικής

κοινωνίας ύστερα από μια περίοδο μεγάλης κλίμακας αλλαγών, προσαρμογών και

επίμονων προσπαθειών για την αναβάθμιση της χώρας εμφανίζουν σημάδια

κόπωσης, ανασφάλειας και συντηρητικής διάθεσης. H εξέλιξη

αυτή συνοψίζεται στην εμπειρικά τεκμηριωμένη διαπίστωση ότι «η Ελλάδα έχει

προχωρήσει πιο μπροστά από τους Έλληνες» (Γ. Βούλγαρης, έρευνα στάσεων και

νοοτροπιών, EKKE, 2003).

Το τρίτο γνώρισμα, που συναντάται συχνά στον πρωθυπουργικό και κυβερνητικό

λόγο, έχει να κάνει με τη μόνιμη επωδό πως τα προβλήματα έρχονται πάντοτε

από το παρελθόν. Ποτέ δεν προκύπτουν από την τρέχουσα διαχείριση και

πραγματικότητα (π.χ. ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2004 ή η ανοχή στη

φοροδιαφυγή). Για όλα φταίνε οι πρώην – σε τέτοιο καταχρηστικό βαθμό, που σε

λίγο θα προεξοφλείται άμεσα και η μελλοντική ευθύνη των επομένων…

Το τέταρτο γνώρισμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι στις κυβερνητικές

εκτιμήσεις αλλοιώνεται επικίνδυνα η σημασία των εννοιών με τις οποίες

περιγράφεται η εξέλιξη των πραγμάτων στη χώρα μας. H επιβράδυνση της

ανάπτυξης αποκαλείται επάνοδος σε τροχιά επιτάχυνσης. H ανακοπή της εξέλιξης

και το βάλτωμα των προγραμμάτων του Γ’ ΚΠΣ χαρακτηρίζονται σαν ανοδική πορεία

και απόπειρα εξυγίανσης. H εξαγγελία ενός μέτρου εμφανίζεται σαν η

πραγματοποίησή του. H αθέτηση μιας προεκλογικής εξαγγελίας πακετάρεται και

σερβίρεται σαν η τήρηση κάποιας προεκλογικής δέσμευσης. H περίφημη επανίδρυση

του κράτους συρρικνώνεται στο «σηκωθείτε εσείς να κάτσουν οι δικοί μας». H

εμμονή σε αναποτελεσματικές και αποδεδειγμένα λανθασμένες κινήσεις (ο

συγκεκριμένος νόμος για τον βασικό μέτοχο) εντάσσεται στον αγώνα για την

υπεράσπιση του Συντάγματος, ενώ η πορεία προς την επιτήρηση της ελληνικής

οικονομίας (η «απογραφή» και παρελκόμενά της) χαρακτηρίζεται σαν η πορεία προς

την αναγκαία αυτογνωσία της οικονομικής κατάστασης της χώρας.

Το πέμπτο γνώρισμα συνδέεται με την αυταξιολόγηση του κυβερνητικού έργου,

καθώς ασήμαντες διευθετήσεις και μικροτακτοποιήσεις (π.χ. καθεστώς

αδειοδότησης) μεγεθύνονται και παρουσιάζονται σαν σημαντικές τομές.

Ταυτόχρονα, αποσιωπώνται πλήρως σημαντικές ρυθμίσεις που θα έχουν σοβαρές

αρνητικές μελλοντικές επιπτώσεις – όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση κατά πέντε

χρόνια των περιβαλλοντολογικών υποχρεώσεων (όπως προκύπτουν από τις κοινοτικές

οδηγίες) των ρυπογόνων βιομηχανιών της Αττικής, και μάλιστα τις μέρες που

τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία του Κιότο…

Το έκτο γνώρισμα αποτελεί μια καινοφανή ιδιορρυθμία – ενώ οι κυβερνήσεις

συνήθως ανακοινώνουν τι θα κάνουν, η σημερινή κυβέρνηση συνήθως δίνει

διευκρινίσεις για το τι δεν προτίθεται να κάνει! Δεν θα υποχωρήσει,

λέει στο θέμα του βασικού μετόχου, επίσης δεν θα διαπλακεί και, βέβαια, δεν θα

αθετήσει τις υποσχέσεις της – πώς;

Για την ολοκλήρωση της εικόνας τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι κατά σύστημα –

ύστερα από μια φάση βαρύγδουπης ρητορικής – υιοθετούνται οι εύκολες

λύσεις (πρόσφατο παράδειγμα η αύξηση του ΦΠΑ), το «όπισθεν

ολοταχώς» (π.χ. στην εισαγωγή νέων φόρων και στην αναγκαστική αναδίπλωση

στον νόμο περί βασικού μετόχου) και η επιστροφή στην πεπατημένη που για

χρόνια ήταν αντικείμενο λοιδορίας (όπως η επανενεργοποίηση του ΣΔΟΕ και

αναζήτηση της αναπτυξιακής δυναμικής στα δημόσια έργα). Πέραν τούτων δε, η

κυβερνητική πρακτική δεν φαίνεται – παρά τα περί αντιθέτου

υποστηριζόμενα – να είναι κοινωνικά ισορροπημένη. Υπάρχουν σαφώς

χαμένοι από τις επιλογές της και αυτοί είναι οι μισθωτοί, οι χαμηλόμισθοι και

οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Με άλλα λόγια, το «νοικοκύρεμα του κράτους» που

επαγγέλλεται ο Πρωθυπουργός βάλλει ευθέως εναντίον των απλών νοικοκυριών…

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ, διετέλεσε γενικός

γραμματέας Βιομηχανίας και ειδικός γραμματέας για την Κοινωνία της Πληροφορίας.