Έχει μια μουντάδα και δεν είναι του καιρού. Μια σκοτεινιά, μια βραδύτητα, μια

βαριά ατμόσφαιρα, ασήκωτη. Περπατάς και είναι σαν να σου κολλάει τσίχλα σε

κάθε βήμα. Λάσπη, ένα πράμα… Είναι και το ράσο – μα τόσο ράσο! -, μαύρισε η

εικόνα. Σαν να κοιτάς σε πηγάδι. Σκούρα πράγματα. Από δίπλα κάτι λόγια θαμπά,

σκουριασμένα, κιτρινισμένα. Τα ίδια. Λόγια με μαύρες τρύπες και καταπακτές,

για να ξεφεύγουν στις δύσκολες στιγμές. Σε βασανιστική επανάληψη, κυκλωτική

κίνηση και εξοντωτικό, σκοτεινό απώτερο σκοπό. Μια συννεφιά, από ψηλά στη

στρατόσφαιρα των αποφάσεων ώς κάτω κάτω, στην άκρη του τούνελ. Τα καινούργια

πρόσωπα που παίρνουν θέση κάτω από τον προβολέα είναι σαν να στέκονται και

αυτά μονίμως πίσω από τζάμια φυμέ. Σκούρα γυαλιά τη νύχτα. Μια σκοτοδίνη.

Σκιές αντί για αξίες. Υποφωτισμένα αντίτυπα, στη θέση των αληθινών. Στο βάθος

της τσέπης, πάλι, άλλα σκοτάδια. Μια ομίχλη γύρω, που θολώνει και δεν βλέπεις

καθαρά, γίνεται μονωτικό υλικό στις επιθυμίες σου.

Και μέσα σε αυτό το σκηνικό τής μούχλας, μπήκε η άνοιξη! Σαν γκολ. Από μια

αφύλακτη γωνία, την ώρα που η κερκίδα διαμαρτυρόταν έντονα – πλην όμως

σκοτεινά – για το βαρετό, άχρωμο, παιχνίδι. Κάπως, χωρίς να την πάρουν είδηση

και αρχίσουν να τρέχουν τα κανάλια για δηλώσεις. Μέσα στη συννεφιά και τη

σκοτούρα, η άνοιξη ντυμένη ντόμινο σε χορό μασκέ από αυτούς που περίσσεψαν από

τα καρναβάλια. Στο χλωμό της δηλαδή… Ακόμη και στα τηλεοπτικά παράθυρα,

όμως, κάπου κάπου κάνει ρεύμα. Μπαίνει αέρας. Φυσάει. Οξυγονώνεται ο εγκέφαλος

με κάποιον τρόπο. Και μέσα στο νταρκ-ρουμ όπου εξελίσσεται το στόρι, αρχίζουν

να καρφώνονται στο μυαλό σου ιδέες. Πως δεν ζεις σε φωτοτυπία, κανονικά ζεις.

Ζητείται κάτι να λάμπει. Και ας είναι τα καθρεφτάκια των ιθαγενών. Και ας

είναι από αντανάκλαση. Ψευτολάμψη έστω. Μια λάμψη, και ας είναι από φλας. Μην

είναι μόνο σίριαλ. Ας είναι η ιδέα μας.