H ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ: Θάνατος: «Ο αποκλεισμός του θανάτου και των

νεκρών τον 20ό αιώνα έχει (…) αιτία την εμπορευματοποίηση (…), την

ιατρικοποίηση, που μέσω της νοσηλείας στο νοσοκομείο αποκτά τον έλεγχο του

ετοιμοθάνατου και (…) τη χαλάρωση των οικογενειακών ή συλλογικών δομών γύρω

από τις οποίες είχαν οργανωθεί τον 19ο αιώνα οι σχετικές τελετουργίες»… (από

τον Μισέλ Βοβέλ).

Το κόκκινο αυτοκίνητο

Ο Λάζαρος και η Γεωργία δεν υπάρχουν πια. Όχι γιατί «το ήθελε ο Θεός» ή «η

Φύση – ήρθε η ώρα τους», αλλά ένας οδηγός που αψήφησε τον κίνδυνο ακριβώς

επειδή πιστεύει «στο μοιραίο»

OTAN ο Λάζαρος έπιανε το ντέφι, η ταβέρνα του γινόταν σπίτι. Βοηθούσε

και το ντόπιο τσίπουρο – με ελάχιστο γλυκάνισο, από το καζάνι του Βασίλη – και

όλοι οι Ψαράδες, όλη η Πρέσπα, μάθαινε για το γλέντι στου Λάζαρου

Χριστιανόπουλου. Στα 52 του ο Λάζαρος, στα 50 η γυναίκα του, η Γεωργία (Βλάχα

από τον Βόλο, έφεραν την οικογένειά της να εποικήσει τα «σλαβοχώρια»). Είχαν

σχεδιάσει από μέρες το ταξίδι: Τετάρτη 19 Ιανουαρίου στην Άρτα, στην αδελφή

της Γεωργίας. Ο Λάζαρος είχε βρει εκεί καλό κρασί και σχεδίαζε να αγοράσει

κάμποσο. Το προηγούμενο βράδυ, ο καιρός ήταν ασυνήθιστα καλός για την εποχή

και ο Λάζαρος (ψάρευε πάντα μόνος του, σε αντίθεση με τους περισσότερους

ψαράδες στη λίμνη) σήκωσε περίπου 100 κιλά τσιρόνια (τα μικρά λιμνίσια ψαράκια

που σερβίρονται τηγανητά με γλυκές πιπεριές και τσίπουρο). Καταχαρούμενος

γέμισε την καρότσα του δίλιτρου Μιτσουμπίσι με τα ψάρια για τα φιλέματα στην

Άρτα. Το πρωί, ο μικρότερος γιος, ο Γερμανός, ζήτησε από τον Λάζαρο να πάει

μαζί τους – αλλά ο πατέρας του ήθελε ταξιδάκι με τη γυναίκα του. «Οι δυο μας,

ρε» του είπε και ξεκίνησαν με τη Γεωργία. Λίγες ώρες μετά, έκαναν στάση στην

Κόνιτσα, σε έναν φίλο. Δεν τον βρήκαν, αλλά του άφησαν τσιρόνια. Συνέχισαν

προς Γιάννινα. Στις 2.45 βρίσκονταν μερικά μέτρα από το τούνελ της Κλεισούρας.

Δεν ξέρω τι έπαιζε το ραδιόφωνο. Τι άκουγαν λίγο πριν έρθει η σιωπή. Από

αριστερά βγήκε ένα κόκκινο αυτοκίνητο, να τους προσπεράσει. Είδε καθυστερημένα

το φορτηγό που ερχόταν από απέναντι. Έκλινε νευρικά προς τα δεξιά, χτυπώντας

το εμπρός αριστερό φτερό του Λάζαρου και της Γεωργίας. Ο έλεγχος χάθηκε. Ο

Λάζαρος με τη Γεωργία βρέθηκαν κάτω από το φορτηγό. Έχουν γραφτεί πολλά για

τον θάνατο, για το πριν και το «μετά». Όμως εκείνες τις τελευταίες στιγμές της

ζωής κανείς δεν κατάφερε να τις προσεγγίσει. Πάντα υπάρχει κάτι που ξεφεύγει

από τις γνώσεις που μπορούμε να μοιραστούμε…

Το 1915 ο Φρόυντ…

… προσπάθησε να εξισορροπήσει το σεξουαλικό ένστικτο με το ένστικτο του

θανάτου.

Διατύπωσε την άποψη ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αντιπαρατασσόταν με

αυτό του θανάτου. H λειτουργία του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης ήταν, σύμφωνα

με τον ψυχαναλυτή, η εξής: εξασφάλιζε στον οργανισμό τη δυνατότητα να πεθάνει

με τον δικό του τρόπο. Το σώμα ακολουθούσε τον εσωτερικό του νόμο. Πέθαινε

έπειτα από διαταγή αυτού του εσωτερικού νόμου και όχι από κάποιο ατύχημα ή

νόσημα, που μπορούσε να αποφευχθεί. Έτσι, ο Φρόυντ εδραίωσε τελικά τις δύο

δυνάμεις που αλληλοσυγκρούονται στον ανθρώπινο ψυχισμό: τα Ένστικτα Ζωής και

αυτά του Θανάτου. Στην ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα, στη Δύση

κυριάρχησε – με σημαντικά διαλείμματα – η προσπάθεια να αποδυναμωθούν οι

εξωτερικοί παράγοντες που υποσκάπτουν τη μάχη της αυτοσυντήρησης. H πρώτη μάχη

δόθηκε ενάντια στη θρησκεία: Στο «θέλημα Θεού». Δύο ημέρες μετά το δυστύχημα,

στην κηδεία του Λάζαρου και της Γεωργίας, οι Ψαράδες έζησαν ένα πρωτοφανές

μποτιλιάρισμα. Το ζευγάρι ήταν κοσμαγάπητο, αλλά για αρκετούς ο ξαφνικός

θάνατος ήταν είτε η «κακιά στιγμή» είτε «το πεπρωμένο». Είναι όμως έτσι; Αν

μια κοινωνία αποδέχεται απλώς και μόνο συναισθηματικά ένα τροχαίο δυστύχημα,

τότε τι νόημα μπορούν να έχουν π.χ. τα μέτρα της Τροχαίας; Γιατί στην Ελλάδα

το 80% των τροχαίων (στοιχεία του I. Στ. Παπαδόπουλου) οφείλονται σε

υπαιτιότητα του οδηγού, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 19% στη Γερμανία και

28% στη Γαλλία; Και γιατί το 40% αυτών των οδηγών οδηγούσαν έχοντας πιει;

Το κόκκινο αυτοκίνητο, η αιτία θανάτου του Λάζαρου και της Γεωργίας, δεν

σταμάτησε. Και μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί – ούτε και πρόκειται. Στα

παιδιά τους δεν επέτρεψαν να δουν τα πτώματα. H αναγνώριση έγινε από άλλους

συγγενείς, πιο μακρινούς. Κι όταν – αργότερα – ήρθε η κουβέντα στον οδηγό του

κόκκινου αυτοκινήτου, καταγράφηκε δεύτερη καθαρά συναισθηματική αντίδραση:

«Τους νεκρούς δεν τους φέρνεις πίσω. Κι αυτός τι να ‘κανε; Ο σώζων εαυτόν

σωθήτω». «Γιατί απορείτε;» ρωτάει ο Αντώνης Παπαρίζος, αναπληρωτής καθηγητής

Κοινωνιολογίας στο Πάντειο. «H κοινωνία μας έχει αποξενωθεί από τον θάνατο.

Παλαιότερα συμμετείχε όλη η κοινότητα. Μέχρι και τα μαγαζιά έκλειναν την ώρα

της κηδείας. Σιγά σιγά αποξενωθήκαμε κι από την εικόνα του νεκρού. Είναι

λοιπόν εύκολη η αποδοχή της εγκατάλειψης του θύματος».

Και γίνεται ακόμη πιο εύκολη όταν η μεταφυσική («του ήταν γραφτό») διαβρώνει

το αίτημα μιας λογικής συμπεριφοράς (να μην προσπεράσει στη στροφή χωρίς

ορατότητα). «Αψηφούμε τον θάνατο, ιδίως στα τροχαία», λέει ο A. Παπαρίζος,

«διότι υπάρχει η αίσθηση του μοιραίου: αν είναι να συμβεί, θα συμβεί». Ο

θάνατος (σημειώνει ο ίδιος στο δοκίμιό του «H ελευθερία ενώπιον του θανάτου»)

δεν είναι ούτε φυσικό ούτε θεϊκό γεγονός, αλλά πολιτισμικό. Θάνατος είναι η

γνώση του θανάτου κι αυτό μόνο μέσα σε μία οργανωμένη κοινωνία μπορεί να

εμφανιστεί και να λειτουργήσει. Και παίρνει το νόημά της ανάλογα με τις αξίες

της κάθε κοινωνίας. «Κι εμείς σήμερα πιστεύουμε πως ό,τι είναι συναισθηματικό

είναι και γνήσιο, ενώ αντίθετα ό,τι είναι λογικό είναι – έστω κρυφά – ψευδές,

πάντως δεν έχει την αξία του συναισθήματος».

Στα παιδιά έδωσαν…

… τα προσωπικά αντικείμενα. Και τότε με φρίκη ανακάλυψαν ότι έλειπαν χρήματα

και πιστωτική κάρτα! Κάποιος, κάποιοι, έκλεψαν τους νεκρούς, αλλά από την

Αστυνομία, στην οποία έκαναν τη σχετική καταγγελία, η απάντηση ήταν «αυτά

βρέθηκαν». Δεύτερος θάνατος…

Πριν από τρία χρόνια οι φοιτητές του I. Στ. Παπαδόπουλου έκαναν μια έρευνα για

το μετά ενός τροχαίου δυστυχήματος. Επισκέφθηκαν ανθρώπους που είχαν

νοσηλευθεί στις Εντατικές για έναν χρόνο και πάνω. Συνάντησαν ράκη. Κανείς δεν

τους μίλησε για τα δικαιώματά τους, για αποζημιώσεις, για εναλλακτικούς

τρόπους αποκατάστασης. Το μόνο που θυμούνταν ήταν μια κουβέντα: «Τυχερός

είσαι. Πήγες και γύρισες»… Με τέτοια «πολιτική» ήταν θέμα χρόνου για τον

Λάζαρο, για όλους μας.

Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, ένας συγγραφέας, ο Φίλιππος Δρακονταειδής,

ακούει για ένα δυστύχημα με νεκρές τρεις γυναίκες. Ψάχνει την ιστορία τους και

το ιστόρημα που έγραψε είχε τον τίτλο «Προς Οφρύνιο». Γιατί το έκανε; Το

εξηγεί ο ίδιος: «Ο Θάνατος ιστορήθηκε, κι ανάμεσα στις άλλες εικόνες έχασε την

κρυάδα του. Δεν έπαψε να είναι κάτι ανεξήγητο, αλλά απόκτησε μορφή και όψη»…

Info

Ernest Jones «Σίγκμουντ Φρόυντ – η ζωή και το έργο του» Αθήνα 2003,

ΙΝΔΙΚΤΟΣ

Μισέλ Βοβέλ «Ο Θάνατος και η Δύση» Αθήνα 2000, ΝΕΦΕΛΗ

Αντώνη Παπαρίζου «H ελευθερία ενώπιον του ανθρώπου» Αθήνα

2000, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Φ.Δ. Δρακονταειδή «Προς Οφρύνιο» Αθήνα 1997, ΠΑΤΑΚΗΣ (δυστυχώς,

έχει εξαντληθεί, εγώ το βρήκα στην ΕΣΤΙΑ)