Τώρα που θα ανθίσουν οι νεραντζιές και θα λειώνει η ψυχή μας κάθε φορά που θα

κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου, τώρα που η Ερμού, η Τσακάλωφ, το Ψυρή θα

ντυθούν στα πορτοκαλί και τα βεραμάν, τώρα που οι ημέρες θα γίνουν αισθητά

μεγαλύτερες και ο Υμηττός θα παίρνει τις αποχρώσεις του ροζ στο ηλιοβασίλεμα,

ελπίζω – θέλω να πιστεύω – ότι θα πέσει κατακόρυφα το ενδιαφέρον μας για το αν

η Χρυσοπηγή είναι ένα «κουσούρι» από μόνη της ή αν ο Θεόκλητος ήξερε. Να το πω

κι αλλιώς; Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν θα συνεχίσει να φοράει ο Χριστόδουλος

τον χρυσό τρούλλο στο κεφάλι του ή κάποιος που θα του μοιάζει – γιατί θα του

μοιάζει, σίγουρα. Δεν με ενδιαφέρει αν κάτω από τα ράσα φοράνε στρινγκ ή ψηλά

τακούνια.

Εκείνο που με σκυλιάζει όμως και μου ‘ρχεται να πάρω τα βουνά είναι όλο αυτό

το ακατάσχετο μπλα μπλα δικολάβων, βουλευτών, δημοσιογράφων, διαπλεκομένων και

μη, που βγαίνουν στα παράθυρα και αντί να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο έφτασε

η Εκκλησία να ανακατεύεται ακόμα και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής (!!),

προσπαθούν να διερευνήσουν αν ο Χριστόδουλος έχει φωτοστέφανο ή κέρατα.

Άσε αυτό το «κουβάρι» πια! (Κουβάρι είναι ή η μπομπίνα του Μπεν Χουρ;). Όπως

λέει και το Αμερικανάκι που ‘χω μέσα μου «I had enough». Μπάστα – και ιταλικά.

Δεν αντέχω άλλο αγωνιστικό χαιρετισμό από μητροπολίτη που παραιτείται, ούτε

(καν) άλλο σκαμπρόζικο ανεκδοτάκι με παπάδες. Δεν αντέχω την καραμελίτσα των

πολιτικών που, ανεξαρτήτως κόμματος ή ιδεολογικής κατεύθυνσης, δηλώνουν κατ’

αρχήν «πιστοί Χριστιανοί» – λες και το αντίθετο θα ήταν αδιανόητο – δεν αντέχω

αυτήν την κολλώδη αίσθηση που βγαίνει από τον συνδυασμό ράσου, εξουσίας και…

αποκοιμισμένου ποιμνίου.

Σηκώνομαι, τεντώνομαι, παίρνω κόκκινα γυαλιά κι όλα γύρω σινεμά… Και ένα

μικρό μπουμπούκι λεμονιάς, απαραιτήτως, στα χέρια μου.