«Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Επί έναν ολόκληρο χρόνο

βομβαρδιζόμαστε με ερωτήσεις – καταγγελίες ευρωβουλευτή της παράταξης της

σημερινής κυβέρνησης για τον προηγούμενο νόμο περί βασικού μετόχου. Κι όταν

καλούμε με επιστολή μας την κυβέρνηση να μας εξηγήσει πώς σκοπεύει να κινηθεί

εν όψει της αλλαγής του νόμου, αντί για απάντηση εμφανίζονται τρεις υπουργοί

ένα μήνα μετά την ψήφιση του νέου νόμου».

Αντώνης Τρακατέλλης. Όταν o ευρωβουλευτής της N.Δ., με τρεις ερωτήσεις του

(Μάρτιος, Ιούνιος και Νοέμβριος 2002), προκαλούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να

εξετάσει κατά πόσο ο νόμος 3021 του Ιουνίου του 2002 περί βασικού μετόχου

είναι συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο, ασφαλώς δεν φανταζόταν ότι τρία στελέχη

της κυβέρνησης της N.Δ. – Πρ. Παυλόπουλος, Θ. Ρουσόπουλος και Χρ. Φώλιας- θα

ταξίδευαν στις Βρυξέλλες για να υποστηρίξουν αυτόν τον νόμο

H απορία που εξέφραζε χθες ανώτερος κοινοτικός υπάλληλος αποδίδει εν μέρει

μόνο το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στις Βρυξέλλες έναντι της Ελλάδας. Όταν ο

ευρωβουλευτής της N.Δ., Αντώνης Τρακατέλλης, με τρεις ερωτήσεις του (Μάρτιος,

Ιούνιος και Νοέμβριος του 2002) προκαλούσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει

κατά πόσο ο νόμος 3021 του Ιουνίου του 2002 περί βασικού μετόχου είναι

συμβατός με το κοινοτικό δίκαιο, ασφαλώς δεν φανταζόταν ότι τρία χρόνια

αργότερα η πρωτοβουλία του θα προκαλούσε τέτοιο πρόβλημα στην κυβέρνηση της

N.Δ. Μπορεί ο ίδιος να είναι έτοιμος να καλύψει ή να δικαιολογήσει την

ολιγωρία της κυβέρνησης. Εξάλλου, τα προσχήματα τηρήθηκαν καθώς, σύμφωνα με

αξιωματούχο της Επιτροπής, η συνάντηση της Τρίτης άρχισε με τον υπουργό

Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο απολογούμενο για την «καθυστερημένη αντίδραση

των ελληνικών αρχών». Από την οπτική γωνία του κοινοτικού υπαλλήλου, όμως, η

υπόθεση του βασικού μετόχου οδηγεί στην εξαγωγή πολλαπλών συμπερασμάτων για

ολόκληρη τη χώρα.

1. Συμπέρασμα πρώτο, σύμφωνα πάντα με την οπτική των κοινοτικών: η

Ελλάδα είναι μία χώρα που αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εργαλείο

δημιουργίας εντυπώσεων χρήσιμων μόνο στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι.

Διαφορετικά δεν εξηγείται πώς μία παράταξη κόπτεται για την κοινοτική

νομιμότητα όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση και την αγνοεί τόσο επιδεικτικά

όταν γίνεται κυβέρνηση.

2. Συμπέρασμα δεύτερο, πάντα σύμφωνα με την οπτική του υπαλλήλου των

Βρυξελλών: πρόκειται για τη μόνη χώρα που υπονομεύει σε τέτοιο βαθμό τα

επιχειρηματικά της συμφέροντα. Αντί να εξασφαλίσει πραγματικά αδιάβλητες

διαδικασίες ανταγωνισμού στις δημόσιες προμήθειες, η νέα κυβέρνηση υιοθέτησε

ένα νόμο που μόνο τη διείσδυση ξένων συμφερόντων μπορεί να εξυπηρετήσει.

Παράγοντας της Επιτροπής που γνωρίζει τον φάκελο του βασικού μετόχου, είχε

παρατηρήσει εγκαίρως ότι «η διαφάνεια στην ιδιοκτησία των MME είναι ένα πράγμα

καθ’ όλα θεμιτό. H εισαγωγή στους διαγωνισμούς για τις δημόσιες συμβάσεις

πρόσθετων όρων από αυτούς που προβλέπει η E.E. είναι κάτι πολύ διαφορετικό».

3. Συμπέρασμα τρίτο: πρόκειται για μία χώρα που αδυνατεί να αντιληφθεί

και να εκμεταλλευθεί προς όφελός της τις συνθήκες και τους κανόνες που

διαμορφώνουν την εκάστοτε πολιτική συγκυρία στην E.E. H διεξαγωγή της

δημοσιονομικής απογραφής σε μία περίοδο ισχνών αγελάδων για την Ευρώπη, ιδίως

τη στιγμή που ξεκινούν οι σκληρές διαπραγματεύσεις για το επόμενο Κοινοτικό

Πλαίσιο Στήριξης, σύμφωνα με την οπτική των Βρυξελλών, υποβιβάζει την Ελλάδα

στο αγαπημένο επιχείρημα όσων επιδιώκουν τη συρρίκνωση του κοινοτικού

προϋπολογισμού.

Στέλεχος της Γεν. Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής δεν έκρυβε χθες ότι εν

όψει του κλεισίματος του 3ου ΚΠΣ, οι ελεγκτές της Επιτροπής έχουν θέσει στο

στόχαστρό τους την Ελλάδα και την Ισπανία. «Οι Ισπανοί είναι ενωμένοι κι έχουν

αναπτύξει ένα πυκνό δίκτυο επιρροής και αλληλοκάλυψης, ενώ οι Έλληνες δεν

κάνουν άλλο από το να τρώγονται μεταξύ τους». Επιπλοκές όπως αυτή που προέκυψε

με τον νόμο περί βασικού μετόχου προσφέρουν την ιδανική πρόφαση σε όσους

κινούν τα πιόνια τους για να κερδίσουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι μιας ολοένα

μικρότερης πίτας.

Ωστόσο, το βαρύ κλίμα για την Ελλάδα στις Βρυξέλλες δεν έχει να κάνει με

υστερόβουλες σκέψεις ξένων παραγόντων. Ο μέσος κοινοτικός υπάλληλος που

πιέζεται πανταχόθεν για να αποδώσει μεγαλύτερο έργο με λιγότερα χρήματα και

αυστηρότερες διαδικασίες, επόμενο είναι να θέλει να βλέπει τους καρπούς της

δουλειάς του. Υπό αυτό το πρίσμα η επικοινωνία ή η συναλλαγή με τις ελληνικές

αρχές αποτελεί από μόνη της μία επίπονη εμπειρία. Γιατί από τις Βρυξέλλες, το

όραμα της «πραγματικής σύγκλισης» της Ελλάδας μοιάζει με γεφύρι της Άρτας.

Όταν όμως στη διαμάχη μεταξύ εργολάβων έρχεται να προστεθεί η περιφρόνηση και

η μετάθεση των ευθυνών στους ελεγκτές, εύκολα γίνεται κατανοητό ότι η Ελλάδα

βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Κι αυτή αφορά πολλά περισσότερα από τις

σχέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.