H τρέχουσα – σχεδόν καλπάζουσα πλέον – κρίση στην Εκκλησία της Ελλάδος και στο

Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αναδεικνύει την εθνική διάσταση του προβλήματος με τη

συνακόλουθη σοβαρότητα και επικινδυνότητά του.

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διέρχεται μια πρωτοφανή στα εκκλησιαστικά χρονικά

δοκιμασία με διεθνοπολιτική και γεωστρατηγική σημασία. Δύο δυνάμεις

συγκρούονται πέριξ του ελληνορθόδοξου Θρόνου της Αγίας Πόλεως: το ισραηλινό

κράτος και ο παλαιστινιακός λαός.

Στην ιδιοκτησία του Πατριαρχείου ανήκουν περίοπτα οικήματα του Ισραήλ (Βουλή,

Προεδρικό Μέγαρο, Συναγωγή, Αρχιραββινία). Το χριστεπώνυμο ποίμνιο των

Ιεροσολύμων αποτελείται πλέον στη συντριπτική πλειονότητά του από αραβόφωνους.

H ελληνορθόδοξη κοινότητα αποδεκατίστηκε και η ολιγάριθμη Αγιοταφική

Αδελφότητα έχει συρρικνωθεί ποσοτικά και ποιοτικά.

Εάν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων περιέλθει σε αραβόφωνους, τότε το ισραηλινό

κράτος θα συναλλάσσεται με Παλαιστινίους για την τύχη των περιουσιακών

στοιχείων του κι αυτό θα οξύνει τις μεταξύ τους σχέσεις τροφοδοτώντας τή

μεσανατολική διένεξη. H διατήρηση της Μητέρας Εκκλησίας σε χέρια ελληνικά έχει

τεράστια σημασία για τον Ελληνισμό και το ελλαδικό κράτος, αλλά και για την

Ορθοδοξία, η οποία μπορεί να διαδραματίσει στη Μέση Ανατολή ρόλο ειρηνοποιό,

διαμεσολαβητικό και εξισορροπητικό.

Αυτό όμως προϋποθέτει Πατριάρχη δυναμικό και διορατικό, έμπειρο στην

εκκλησιαστική πολιτική και έμπιστο των τριών εμπλεκόμενων μερών (ελληνική

πολιτεία, ισραηλινό κράτος, αραβόφωνος πληθυσμός). Δυστυχώς πλέον έχει

αποδειχθεί από την πορεία των πραγμάτων ότι ο τωρινός τιτλούχος δεν έχει το

απαιτούμενο έρμα και το αναγκαίο ανάστημα για να διαδραματίσει τέτοιον ρόλο,

αφού αφέθηκε να στελεχώσει το Πατριαρχείο με άτομα σε κατάσταση υποδικίας,

φυγοδικίας ή ερημοδικίας. H παραίτηση είναι εντιμότερη και θαρραλεότερη πράξη

από την πεισματική εμμονή στον ρόλο ενός κομπάρσου των εξελίξεων.

H πολιτεία αποφεύγει να παρέμβει στα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά δεν μπορεί

πλέον η ελληνική κυβέρνηση να αμελεί να αντιμετωπίσει ένα εθνικό θέμα. Το

εκκλησιαστικό έγινε εθνικό ζήτημα που χρήζει άμεσης και διακριτικής παρέμβασης

του ελλαδικού κράτους για την αποτροπή περαιτέρω δεινών. H καταρράκωση του

διεθνοπολιτικού κύρους του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων βλάπτει

καίρια εθνικά συμφέροντα, γι’ αυτό επείγει μια σοφή και δυναμική λύση.

H εκκλησιαστική κρίση στα Ιεροσόλυμα αγγίζει το μεσανατολικό πρόβλημα και από

την οπτική των Αθηνών. Ο ελλαδικός προκαθήμενος συνέτεινε στην προβληματική

στελέχωση του Θρόνου της Αγίας Πόλεως σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του

Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Επιπλέον η Εκκλησία της Ελλάδος διέρχεται την πιο βαθιά

και την πιο παρατεταμένη σε διάρκεια κρίση που έχει γνωρίσει ποτέ. Ποινικώς

επιλήψιμα άτομα με υποδικία ή φυγοδικία, που διαμένουν τώρα πια στις φυλακές

του Κορυδαλλού ή χαρακτηρίζονται φοροφυγάδες, επανδρώνουν το αρχιεπισκοπικό

περιβάλλον.

Ένας Αρχιεπίσκοπος προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία με δύο τρόπους:

με την παρουσία του ή με την απουσία του. Όταν ο προκαθήμενος έχει τη θέληση,

τη γνώση και τη δύναμη να φέρει σε πέρας το έργο του, τότε επιβάλλεται να

παραμένει στον θρόνο του. Όταν όμως ο Αρχιεπίσκοπος αδυνατεί να εξυγιάνει το

εκκλησιαστικό σώμα, τότε παραιτείται για το καλό της Εκκλησίας, όπως έπραξαν

οι προκάτοχοί του Ιάκωβος Βαβανάτσος (1962) και Ιερώνυμος Κοτσώνης (1973). H

έντιμη και ευπρεπής αποχώρηση από το προσκήνιο είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον

πρωταγωνιστή της τέχνης και της πολιτικής από τον δευτεραγωνιστή.

Ο Μάριος Μπέγζος είναι καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.