H Λίτσα Παναγιωτοπούλου είναι μία από τις πρώτες Ελληνίδες μάνατζερ που έχουν

παραμείνει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στη θέση της διευθύνουσας

συμβούλου και προέδρου σε μία ανδροκρατούμενη επιχειρηματικά κοινωνία και,

μάλιστα, χωρίς να έχει κληρονομήσει κάποια οικογενειακή επιχείρηση. Με

εμπειρία άνω των 20 ετών σε ανώτατες διευθυντικές θέσεις – και ενεργός ακόμη

στο χώρο της επιχειρηματικής εκπαίδευσης, ως πρόεδρος της ΕΕΔΕ (Ελληνικής

Εταιρείας Διοίκησης Επιχειρήσεων) και του ALBA – πιστεύει πως υπάρχει

περιθώριο για τις ελληνικές εταιρείες να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν με

επιτυχία στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.

H συνεργασία σας με την Oracle ξεκίνησε το 1987. Πώς καταφέρατε να τους

πείσετε να έρθουν στην Ελλάδα;

H συνεργασία μου με την Oracle ξεκίνησε ουσιαστικά από τον Ιανουάριο του 1988.

H πρώτη επικοινωνία έγινε όντως το ’87 και το πρώτο εξάμηνο του ’88 ξεκίνησε

πιλοτικά ένα project για να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα. Σε αυτό το διάστημα

είχαμε σαν αποτέλεσμα 250.000 δολάρια και ως εκ τούτου αποφασίστηκε να γίνει

ένα υποκατάστημα στην Ελλάδα.

Τι σημαίνει μια γυναίκα διευθύνουσα σύμβουλος, για τόσα χρόνια και μάλιστα

και σε άλλες εποχές;

Κατ’ αρχήν η Oracle δεν ήταν η πρώτη διευθυντική μου θέση. Είχε προηγηθεί στην

Ελλάδα η Γερανός, θυγατρική της Εμπορικής Τράπεζας, στην οποία ήμουν γενική

διευθύντρια, και διάφορες άλλες. Είχα διατελέσει σε διευθυντική θέση και εκτός

Ελλάδος, διότι δούλεψα για περίπου 14 χρόνια εκτός Ελλάδος. Φυσικά, δεν

ξεκίνησα σαν γενική διευθύντρια αλλά σαν εξειδικευμένος τεχνικός software και

συνέχισα σε presales, sales, consulting και training, ενώ ήμουν επί σειρά ετών

με την Control Data σε εκτός Ελλάδος δραστηριότητες. Στην Oracle ήμουν και

πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος και μάλιστα η πρώτη γυναίκα διεθνώς (στην

Oracle) στη θέση αυτή και με διάρκεια τόσων ετών.

Πώς βλέπετε την ηγετική θέση μιας γυναίκας πριν από 20 χρόνια και μάλιστα

στην Ελλάδα;

Από τη στιγμή που συνειδητοποίησα τι έπρεπε να κάνω, δεν με απασχόλησε ποτέ το

θέμα άνδρας-γυναίκα, και ο λόγος είναι πολύ απλός: Ήμουν μόνη σε ένα αντρικό

περιβάλλον και είχα σαν αρχή πως, αν κάποιος θέλει να πετύχει κάτι, θα πρέπει

να κάνει σωστά τη δουλειά του. Και αυτό έκανα, χωρίς να σκέπτομαι αν θα γίνω

διευθύνουσα σύμβουλος. Αυτό, όμως, που μπορώ να πω σαν παρατηρητής, είναι πως

είναι άλλος ο τρόπος με τον οποίο διευθύνει μια γυναίκα και άλλος ο τρόπος που

διευθύνει ένας άντρας. H διαφοροποίηση δεν έγκειται στις ικανότητες, αλλά στις

αντιλήψεις. Διότι η γυναίκα έχει από πολύ νωρίς μια άλλη, αν θέλετε,

εκπαίδευση, είναι ασκημένη σε πολύ περισσότερα σενάρια αντιμετώπισης

καταστάσεων από ό,τι ένας άνδρας.

Εκτός από καταξιωμένο στέλεχος είστε και πρόεδρος της ΕΕΔΕ. Γιατί

αποφασίσατε να αναλάβετε μια τέτοια θέση;

H ΕΕΔΕ είναι κομμάτι από τον εαυτό μου. Είμαι 20 – 21 χρόνια τώρα με την ΕΕΔΕ.

Δεν είναι κάτι καινούργιο. Είχα τη μεγάλη τύχη και τιμή να είμαι από τα

ιδρυτικά μέλη του Ελληνικού Ινστιτούτου Πληροφορικής και ως εκ τούτου και

μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΔΕ. Επίσης, έγινα η πρώτη γυναίκα

αντιπρόεδρος. Οπότε το πρόεδρος δεν το επεδίωξα, ήρθε σαν μια πάρα πολύ μεγάλη

τιμή και, για να είμαι ειλικρινής, ήταν κάτι που δεν το πίστευα ότι θα συμβεί,

γιατί η ΕΕΔΕ ήταν ανδροκρατούμενη. Και επειδή αγαπώ την ΕΕΔΕ πάρα πολύ και

επειδή πιστεύω ότι αξίζει, προσπαθώ να βοηθήσω και να κάνω ό,τι μπορώ. Ο

απολογισμός θα δείξει τι έχουμε καταφέρει. Βέβαια, πρέπει να θυμόμαστε ότι

ένας πρόεδρος δεν επιτυγχάνει χωρίς την υποστήριξη του Δ.Σ. και του γενικού

διευθυντή.

Πιστεύετε ότι οι ελληνικές εταιρείες επενδύουν στην εκπαίδευση των στελεχών

τους όσο πρέπει;

Όχι όσο πρέπει. Δεν επενδύουν στην εκπαίδευση των στελεχών, και αυτό συμβαίνει

ακόμα και στις εταιρείες πληροφορικής. Αλλά πιστεύω πως έχει αρχίσει σιγά σιγά

– όχι μόνο στις εταιρείες πληροφορικής αλλά σε όλες τις εταιρείες – να γίνεται

αντιληπτό ότι πλέον είναι απαραίτητη η συνεχής εκπαίδευση. Αλλά το θέμα είναι

ότι πρέπει όλες οι εταιρείες, χωρίς καμία εξαίρεση, να ξεκινούν τον

προϋπολογισμό κάθε έτους με το κονδύλι για την εκπαίδευση του προσωπικού, η

οποία πρέπει να είναι συνεχής και να κρατάει τους εργαζόμενους στο υψηλότερο

δυνατό επίπεδο.

Πιστεύετε ότι οι ελληνικές εταιρείες μπορούν να προσφέρουν κάποια

ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στον τομέα της τεχνολογίας;

Βεβαίως και μπορούν. Οι ελληνικές εταιρείες έχουν όλες τις προϋποθέσεις να

αναπτύξουν νέες, προηγμένες εφαρμογές, να αναπτύξουν την έννοια του service

και του out-sourcing και να τα προσφέρουν διεθνώς. Πρέπει να παντρέψουν τα

προϊόντα, να μη μεροληπτούν υπέρ της μίας ή της άλλης εταιρείας και να

πετύχουν γρήγορα αποτελέσματα, διότι βρισκόμαστε στην εποχή που οι εφαρμογές

των λύσεων γίνονται σε έξι ή σε εννιά μήνες, και όχι σε δυο, σε τρία ή σε

τέσσερα χρόνια. Εκεί που μπορούμε να δημιουργήσουμε και να είμαστε

επιτυχημένοι, είναι στο κομμάτι των υπηρεσιών. Οι εφαρμογές και οι υπηρεσίες

που τώρα αναπτύσσονται, είναι διεθνείς, δεν είναι πλέον αποκλειστικά

ελληνικές. Διότι δεν υπάρχει ελληνική πραγματικότητα. H μόνη ελληνική

πραγματικότητα, είναι η γλώσσα, το πληκτρολόγιο. Οι λειτουργίες είναι ίδιες

παγκοσμίως. Καλό παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι ελληνικές

εταιρείες ασφάλειας δεδομένων που έχουν πραγματικά εξαπλωθεί και εκτός Ελλάδος

με μεγάλη επιτυχία. Χρειάζονται έξυπνες λύσεις, γρήγορες, σωστές (αυτό είναι

το κυριότερο), δομημένες και ευέλικτες. Και νομίζω ότι σήμερα μπορούμε να το

κάνουμε αυτό πάρα πολύ εύκολα.

Πείτε μας για τη νέα θέση που αναλαμβάνετε.

Αναλαμβάνω μια νέα θυγατρική του ΟΤΕ, με μόνο μέτοχο τον ΟΤΕ, η οποία λέγεται

Ανώνυμη Εκπαιδευτική Εταιρεία ΟΤΕ και έχει το πολύ σοβαρό έργο της εκπαίδευσης

του προσωπικού του ίδιου του ΟΤΕ. Για την εκπαίδευση του προσωπικού του ΟΤΕ,

βέβαια, υπάρχουν έτσι κι αλλιώς το Εκπαιδευτικό Κέντρο και η Διεύθυνση

Εκπαίδευσης. Αλλά η Ανώνυμη Εκπαιδευτική Εταιρεία γίνεται για να δημιουργήσει

και να επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Περισσότερα θα ανακοινωθούν σύντομα.

Δεν καταφέραμε να γίνουμε Silicon Valley

Σε ερώτηση για τις διαφορές στον τρόπο που λειτουργούν οι αμερικανικές

επιχειρήσεις έναντι των ευρωπαϊκών, αλλά και για την καινοτομία στην οποία

βασίζονται μεγάλες εταιρείες παγκοσμίου βεληνεκούς που προέρχονται από τις ΗΠΑ

(Oracle, Apple, Microsoft κ.λπ.), η κ. Παναγιωτοπούλου απαντά:

Πρέπει να το δεχθούμε, ότι δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να γίνουμε Silicon

Valley. Και όταν λέω εμείς, δεν εννοώ η Ελλάδα, εννοώ η Ευρώπη. Δεν τα

καταφέραμε. Στην Αμερική έχουν εξασκηθεί σε αυτή την ιστορία, τους έχουν

ευνοήσει και οι συνθήκες. Θα δείτε ότι, ούτε στην Ιαπωνία, ούτε στην Ασία,

ούτε πουθενά αλλού έχουν ανάλογες εφευρέσεις. Οτιδήποτε επικρατεί σε αυτή την

καινοτόμο τεχνολογία, είναι αμερικανικό.

Πήγαν οι Γιαπωνέζοι να κάνουν κάτι, αλλά τελικά πάλι η Αμερική επικράτησε. Οι

Αμερικανοί ξεκινούν τις καινοτομίες έχοντας στόχο την παγκοσμιοποίηση, διότι

ξέρουν πως, για να έχουν εισοδήματα, πρέπει να είναι παντού. Το πρόβλημα, κατά

τη δική μου αντίληψη, είναι ότι πολλές φορές οι Ευρωπαίοι, για χίλιους δυο

λόγους, δεν εφαρμόζουν με το ίδιο πνεύμα αυτό που λέει ο Αμερικανός, ή αυτό

που βάζει σαν γραμμή. Οι αποφάσεις που παίρνει μια εταιρεία στην Αμερική, έστω

και για το globalisation, έχουν άλλη εφαρμογή στην Ευρώπη.