ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ

Στην Εμπουάλα, 56 χιλιόμετρα νότια του Κολόμπο, αρχίζει η τουριστική ζώνη της

Σρι Λάνκα. Οι λιγοστές όμορφες, αλλά στενές παραλίες έχουν καταληφθεί από τις

μεγάλες, για τα μέτρα της χώρας, ξενοδοχειακές μονάδες του οργανωμένου

τουρισμού. Εδώ ξεκινά η ζώνη του θανάτου.

Στη διαδρομή, τέσσερις ώρες μέσα σε φρικτή κίνηση από το αεροδρόμιο στο οποίο

κατέβηκε επιτέλους το ελληνικό C130 με τους 15 διασώστες και γιατρούς, τα

σημάδια του υγρού οδοστρωτήρα είναι εμφανή εκεί όπου ο δρόμος προσεγγίζει τη

θάλασσα στα 30 – 40 μέτρα.

Σε κάποιο σημείο είδαμε κόσμο και τηλεοπτικές κάμερες μαζεμένες έξω από ένα

γραφείο κηδειών. Μέσα οι «ειδικοί» ετοίμαζαν για το τελευταίο ταξίδι τους τις

σορούς των 20 Ιαπώνων και Γερμανών τουριστών που είχαν αναγνωριστεί από τη

δεύτερη κιόλας ημέρα μετά τον σεισμό.

Σε γενικές γραμμές όμως, ο δρόμος περνά σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 μέτρων

από την ακρογιαλιά. Στη δεξιά πλευρά του, φτωχικά μαγαζιά κάθε είδους κρύβουν

το βομβαρδισμένο τοπίο που κυριαρχεί από πίσω. Τα σημάδια είναι όμως εμφανή:

ανά πέντε ή δέκα χιλιόμετρα υφασμάτινα πανό, με επιγραφές στη φιδοειδή γραφή

της χώρας, δείχνουν τη στροφή για τους καταυλισμούς των προσφύγων. Όλος ο

δρόμος είναι στολισμένος με λευκά σημαιάκια και κορδέλες, σε ένδειξη πένθους

για την εθνική συμφορά. Κάθε τόσο φορτηγά γεμάτα φαντάρους, τρόφιμα ή μεγάλα

πλαστικά ντεπόζιτα των 250 λίτρων δυσκολεύουν την κίνηση. Ένα από αυτά

κινείται εξαιρετικά αργά για να μπορεί ο κόσμος να πετάει στην καρότσα του

χιλιάδες πλαστικά μπουκάλια με πόσιμο νερό.

Αποφασίζω τυχαία να στρίψουμε δεξιά σε ένα στενό δρομάκι που οδηγεί στη

θάλασσα. Και τότε αποκαλύπτεται το αποτέλεσμα του πιο φονικού όπλου που

διαθέτει η φύση. Τα σπίτια των κατοίκων της Παγκαλανότε δεν ήταν από τσίγκο

και καδρόνια αλλά από τούβλα, με μπετόν και σκελετό, όπως αρμόζει στους

νοικοκύρηδες ψαράδες του χωριού. Απέχουμε από τη θάλασσα 300 μέτρα και ό,τι

έχει μείνει όρθιο, αραιά και πού, είναι μερικοί τοίχοι να… οργανώνουν κάπως

τους σωρούς από τούβλα, κλαριά, έπιπλα και κάθε λογής αντικείμενα ανακατωμένα

με λάσπη και υγρασία.

Όλα βρωμάνε θάλασσα, εκτός από τα σημεία κάτω από τα συντρίμμια όπου σαπίζει

κάποιο ψοφίμι. H λάσπη φθάνει έως τον αστράγαλο. Ο λιγοστός κόσμος ψάχνει μέσα

στα συντρίμμια να σώσει κάτι. Ψάχνουν να βρουν όχι τα δικά τους πράγματα, αλλά

όσα θέλησε να ακουμπήσει η θάλασσα μέσα στα όρια αυτού που ήταν κάποτε το

σπίτι τους. Σε έναν τοίχο διακρίνω τον λεκέ που αφήνει ένα βρώμικο υγρό σε ένα

δοχείο. Το παλιρροϊκό κύμα μέσα στο σπίτι είχε ύψος δύο μέτρα. Υπολογίζω ότι

από την επιφάνεια της θάλασσας θα έπρεπε να ήταν πάνω από πέντε μέτρα.

Πιο κάτω, στέκει ο σκελετός ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Στον διαλυμένο γκισέ

των εισιτηρίων κάποιος έχει ακουμπήσει το αγαλματάκι μιας Παναγιάς

Βρεφοφιλούσας. H μανία της θάλασσας ξερίζωσε όχι μόνο τις γραμμές αλλά και την

άσφαλτο που ήταν από κάτω.

Επιστρέφω πίσω, εκεί όπου υπάρχει ακόμα ζωή. Ένα τσούρμο μαζεμένο σε κάτι που

μοιάζει με αυλή κοιτάζει ένα σύμπλεγμα από συντρίμμια και φωνάζει. Μέσα σε δύο

λεπτά καταφθάνουν δύο γιαπωνέζικα φορτηγάκια. Από το ένα βγαίνουν δύο γυναίκες

και μόλις αντικρύζουν το θέαμα ξεσπούν σε ουρλιαχτά και οδυρμούς, μέχρι που

μεταφέρονται λιπόθυμες. Από το άλλο, τέσσερις νεαροί με μαύρα μαντίλια στο

πρόσωπο βγάζουν έναν μεγάλο μαύρο μουσαμά. Είναι ο έβδομος νεκρός στην

κοινότητα των 7.000 καθολικών ψαράδων του χωριού.

Ρωτώ μια κοπέλα, την Τουσάρι, πόσοι είναι οι αγνοούμενοι και μου λέει: «Δεν

ξέρω, εμείς εδώ μετράμε μόνο τους νεκρούς μας. Είμαστε όμως τυχεροί γιατί το

χωριό βλέπει δυτικά και το πρώτο κύμα μας έφθασε μόνο μέχρι τη μασχάλη, οπότε

προλάβαμε και φύγαμε. Μας φύλαξε ο Χριστός».