«ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ την Πία να με ρωτάει τι είναι αυτός ο θόρυβος. »Τι

θέλεις, το κύμα είναι», της λέω. Την επόμενη στιγμή, η πόρτα του δωματίου

είχε σπάσει και το νερό είχε φτάσει στον λαιμό. Πήρα βαθιά αναπνοή και

προσπάθησα να βρω διέξοδο. Το τελευταίο που άκουσα προτού το νερό με καταπιεί

ολόκληρο, ήταν να διαλύονται γύρω μου πράγματα από την ορμή του νερού. Θυμάμαι

να ψάχνω να δω λίγο φως, αλλά μάταια. Μετά η σκεπή του διώροφου σπιτιού έπεσε

πάνω μου και τότε άρχισα να παλεύω με τα συντρίμμια, ακολουθώντας τη λάμψη του

ήλιου. Τελικά, όταν ανέπνευσα ήμουν τουλάχιστον 300 μέτρα πιο πάνω».

Όταν ο Πρεντίπτο Μπάκτσι, αρχισυντάκτης των «Ιντάιαν Τάιμς» της Βομβάης,

συνειδητοποίησε ότι ήταν ζωντανός, η σύντροφός του βρισκόταν 500 μέτρα

μακρύτερα. Προσπαθούσε να κολυμπήσει μαζί με το κύμα που την τραβούσε στη

στεριά, αλλά είχε πανικοβληθεί. Μόλις είχε αντικρίσει μια ηλικιωμένη

τουρίστρια να πεθαίνει, καταπλακωμένη από ένα δένδρο. Χρωστούσε τη ζωή της

στον σερβιτόρο του ξενοδοχείου, ο οποίος την τράβηξε την τελευταία στιγμή

προτού εγκλωβιστεί θανάσιμα από τα έπιπλα που έφερνε το νερό καταπάνω της.

Θυμάμαι να λέω στην υπόλοιπη παρέα ότι αν η Πία και ο Πρεντίπτο έχουν μία

ελπίδα να βγουν ζωντανοί, ήταν γιατί το ξενοδοχείο τους έμοιαζε το πιο στέρεο

σε όλη την παραλία. Στην πραγματικότητα, σώθηκαν γιατί κολύμπησαν μέχρι τον

πρώτο όροφο ενός άλλου κτιρίου, το μοναδικό που έστεκε όρθιο σε ακτίνα 500

μέτρων. Λίγη ώρα αργότερα η θάλασσα είχε αποτραβηχτεί. Κατέβηκαν με τους

υπόλοιπους διασωθέντες από το ετοιμόρροπο κτίσμα και κατευθύνθηκαν σε άλλο

ξενοδοχείο, 5 λεπτά δρόμο στην πλαγιά του βουνού. Τριγύρω μισόπλεαν βρώμικα

και κατεστραμμένα πράγματα. Εκεί τους έδωσαν ρούχα, νερό, τροφή. Δύο ώρες μετά

το χτύπημα της φύσης, τα πράγματά τους είχαν λεηλατηθεί.

H μικρή κοινότητα των 80 «Ροβινσώνων» άρχισε να οργανώνεται. Το πρώτο βράδυ το

πέρασαν αμίλητοι με οκτώ πτώματα που δεν παρέσυρε η θάλασσα. Το ζευγάρι των

Ολλανδών είχε ξαπλώσει με το νεκρό παιδάκι τους στο κρεβάτι για να μείνουν

κοντά.

Την επομένη έθαψαν τους νεκρούς τους φοβούμενοι για μολύνσεις, μάζεψαν τα

στοιχεία όλων και κάποιος Βρετανός με στεγνό κινητό τα διαβίβασε στον αδερφό

του στο Λονδίνο, ο οποίος ανέλαβε να επικοινωνήσει με τους οικείους τους.

Έτσι, από το τηλεφώνημα ενός αγνώστου έμαθε και η μάνα του Πρεντίπτο πως ο

γιος της ζει. Εμείς, μη τολμώντας να της μιλήσουμε, το πληροφορηθήκαμε μία

ημέρα αργότερα.