Με το «δάχτυλο στη σκανδάλη» βρίσκονται τις τελευταίες ημέρες οι κάτοικοι

δύο χωριών του Μυλοποτάμου.

ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Εφημέριος Καμαρών Νεκτάριος Χατζάκης: «Και η Εκκλησία προσπαθεί να παίξει ένα

ρόλο, προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση»

Μετά τη συμπλοκή μεταξύ κατοίκων από τα Βορίζια Μεσαράς και το γειτονικό χωριό

Καμάρες που είχε ως συνέπεια τον θάνατο του Μανόλη Φραγκιαδάκη και τον

τραυματισμό ενός ακόμη ανθρώπου, πολλοί είναι εκείνοι που μιλούν για νέο κύκλο

αίματος, μετά τη μεγάλη βεντέτα του ’55, όταν μέσα σε μιάμιση ώρα στα Βορίζια

σκοτώθηκαν έξι άνθρωποι και τραυματίστηκαν δεκατέσσερις. Ο φόβος της

αντεκδίκησης ερημώνει ήδη τις Καμάρες: ύστερα από απαίτηση της οικογένειας του

θύματος, η οικογένεια του δράστη έχει εγκαταλείψει το χωριό.

Ο φερόμενος ως δράστης της δολοφονίας Στέλιος Ντισπυράκης έχει προφυλακιστεί,

όμως από την ημέρα που έγινε η φονική συμπλοκή έχουν απομακρυνθεί η γυναίκα

του και τα έξι ανήλικα παιδιά του, καθώς και οι οικογένειες των πέντε αδελφών

του. Περισσότερα από είκοσι δύο μέλη της οικογένειας Ντισπυράκη έχουν

εγκαταλείψει τις Καμάρες, αφήνοντας πίσω τους όχι μόνο τα σπίτια τους, αλλά

και τις περιουσίες και τα ζώα τους, αφού όλοι είναι κτηνοτρόφοι.

Τα δύο χωριά – οι Καμάρες απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια Ντισπυράκη, και τα

Βορίζια της οικογένειας Φραγκιαδάκη – απέχουν μόλις ένα χιλιόμετρο και ο φόβος

νέας βεντέτας είναι μεγάλος. Γι’ αυτό οι δυνάμεις της Αστυνομίας που

παραμένουν στις Καμάρες είναι ισχυρές. Ένα επεισόδιο μάλιστα, πριν από μερικές

ημέρες, ερμηνεύθηκε ως «μήνυμα» εκδίκησης: περίπου εκατό πρόβατα που ανήκαν

στον αδελφό του Στέλιου Ντισπυράκη, Νίκο, χάθηκαν από τη στάνη και δώδεκα ώρες

αργότερα εντοπίστηκαν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων.

Στα Βορίζια. Τα μέλη της οικογένειας του θύματος ζήτησαν από την Αστυνομία να

απομακρυνθούν οι αστυνομικές δυνάμεις από την περιοχή και να μην υποβάλλονται

σε ελέγχους

Παράλογες απαιτήσεις. Στα Βορίζια τα μέλη της οικογένειας του θύματος

έχουν συναντηθεί δύο φορές με την ηγεσία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ηρακλείου

και έχουν ζητήσει όχι μόνο να μην επιστρέψουν τα μέλη της οικογένειας του

φερόμενου ως δράστη στο χωριό τους, αλλά και να απομακρυνθούν οι αστυνομικές

δυνάμεις από την περιοχή και να μην υποβάλλονται σε ελέγχους από τους

αστυνομικούς – αιτήματα, φυσικά, που δεν έγιναν αποδεκτά.

Την ίδια ώρα καταβάλλονται προσπάθειες εκτόνωσης της έντασης. «Και η Εκκλησία

προσπαθεί να παίξει ένα ρόλο, προκειμένου να εκτονωθεί η κατάσταση», δήλωσε

στα «ΝΕΑ» ο εφημέριος Καμαρών Νεκτάριος Χατζάκης και πρόσθεσε: «Καταλαβαίνουμε

όμως ότι τα πράγματα είναι δύσκολα, διότι είναι φόνος στη μέση».

Οι μνήμες της μεγάλης βεντέτας του ’55 στα Βορίζια ζωντάνεψαν τις τελευταίες

ημέρες, και για τους ανθρώπους που έχασαν συγγενείς τους τότε, πιο έντονα απ’

όσο στους υπόλοιπους. Ο 49χρονος Μιχάλης Χαραλαμπάκης, εκπαιδευτικός σήμερα,

τον Αύγουστο του ’55 ήταν οκτώ μηνών μωρό. Στη βεντέτα σκοτώθηκε η μητέρα του

Δόξα, που ήταν έξι μηνών έγκυος, ο αδελφός του Ηρακλής, ενώ ο πατέρας του

τραυματίστηκε σοβαρά και έμεινε ανάπηρος. «Ελπίζω ότι δεν θα υπάρξει

συνέχεια», λέει για τη συμπλοκή στην οποία σκοτώθηκε ο Μανόλης Φραγκιαδάκης.

«Οι γονείς του άτυχου παιδιού είναι λογικοί άνθρωποι. Τον πόνο τους τον

καταλαβαίνω. Πιστεύω όμως ότι θα πρυτανεύσει η λογική».

Ο ίδιος μεγάλωσε χωρίς τη μητέρα του, βλέποντας πάντα τον πατέρα του να

υποφέρει: «Νιώθω μίσος για τον άνθρωπο που έγινε αφορμή να μη γνωρίσω τη

μητέρα μου, τον αδελφό μου και το αγέννητο παιδί που χάθηκαν εκείνο το βράδυ»,

λέει στα «NEA». «Νιώθω μίσος για τον άνθρωπο που έκανε τον πατέρα μου ανάπηρο

και υπέφερε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Σε καμία περίπτωση όμως δεν

υπάρχει σκέψη για εκδίκηση».

Αγαπάμε τον κόσμο. Για τον κ. Χαραλαμπάκη η υπόθεση είχε κλείσει εκείνο

το ίδιο βράδυ: «Ό,τι έγινε έγινε εκείνο το βράδυ. Τότε έκλεισε ο κύκλος του

αίματος για όλες τις οικογένειες που ενεπλάκησαν», λέει και επισημαίνει ότι ο

πατέρας του ήταν εκείνος που έπαιξε καταλυτικό ρόλο: «Ποτέ δεν ζήτησε από μένα

ή από τ’ αδέλφια μου να εκδικηθούμε τον θάνατο των δικών μας ανθρώπων. Μας

έμαθε ν’ αγαπάμε τον κόσμο».

Τις βεντέτες στην Κρήτη αναλάμβαναν να τις κλείνουν οι «σαστάδες», άνθρωποι με

κύρος στις τοπικές κοινωνίες που αναλάμβαναν τη μεσολάβηση μεταξύ οικογενειών

με αντιπαλότητα. «Οι πληγές έκλεισαν με γάμους και κουμπαριές, η υπόθεση

τελείωσε», λέει ο κ. Χαραλαμπάκης. Όλα αυτά τα χρόνια δεν συνάντησε ποτέ τον

άνθρωπο που σκότωσε (ρίχνοντας μια χειροβομβίδα) τη μητέρα και τον αδελφό του.

Ο δράστης ποτέ δεν επέστρεψε στα Βορίζια. Εντελώς τυχαία όμως είχε συναντήσει

στο Ηράκλειο τον άνθρωπο που είχε γίνει αφορμή για να ξεκινήσει το μακελειό.

«Όταν έφυγε από την παρέα έμαθα ποιος ήταν. Δεν ένιωσα τίποτα. Τους άλλους που

ενεπλάκησαν και να τους δω δεν τους γνωρίζω. Ούτε αυτούς ούτε και τα παιδιά

τους. Και ούτε θέλω να τους γνωρίσω».

Ο κ. Χαραλαμπάκης θλίβεται που τα Βιρίζια έχουν συνδεθεί με τις μεγάλες

βεντέτες της Κρήτης. «Δεν έχουμε βεντέτα που να κρατάει χρόνια, όπως σε άλλες

περιοχές. Πράγματι, είναι συγκλονιστικό να χάνονται έξι ζωές σε ένα βράδυ.

Όμως το θέμα έκλεισε τότε. Ο πόνος παραμένει μέσα μας και θα τον πάρουμε μαζί

μας όταν πεθάνουμε».