Τα κατάφεραν πάλι. Μέσα σε 24 ώρες μετέτρεψαν τον θρίαμβο και την

ανάταση σε μιζέρια. Σε άθλια επιχείρηση δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας.

Έβγαλαν τους πρωταγωνιστές από τη σκηνή με το πρόσχημα της «βράβευσης» και

ανέβηκαν οι ίδιοι να παριστάνουν τους πρωταγωνιστές και τους «μεγάλους

τράγους», οι κομπάρσοι, οι κλέφτες της δόξας των άλλων.

H γιορτή στο Στάδιο έπρεπε να ανήκει στην Εθνική ομάδα και τον λαό, που

κατέβηκε πάνδημος κι ερωτικός να τους υποδεχθεί.

Αλλά οι μάγειροι των δημοσίων σχέσεων τους ανάγκασαν να καθήσουν στις καρέκλες

τους σαν παιδάκια του νηπιαγωγείου κι ανέβηκαν οι ίδιοι στη σκηνή να μοιράσουν

δωράκια και χαϊμαλιά, σταυρουδάκια και μπλιμπλιά.

Λουσμένοι στο χρυσό φως των προβολέων οι άσχετοι έβγαλαν λόγους με κούφια

λόγια κι ο λαός, που ήθελε πανηγύρια και ζουρνάδες να χαρεί και να

τραγουδήσει, τους άκουσε παγωμένος στις κερκίδες.

Παγωμένος και αηδιασμένος: τον Χριστόδουλο, την Ντόρα, τη Φάνη, τον Ορφανό και

τον Γκαγκάτση. Αν είναι δυνατόν!

Μετέτρεψαν τους πρωταγωνιστές και τον Χορό σε άψυχο ντεκόρ, θέλησαν να

υπεξαιρέσουν δόξα και δημοσιότητα, για την οποία δεν μόχθησαν και κυρίως δεν

τους ανήκε. Οι «κλέφτες του στεφάνου» κατέστρεψαν την υποδοχή.

Και όταν τελειώσανε τα μπλα-μπλα-μπλα και ο άσκοπος θόρυβος των λόγων χωρίς

νόημα, σηκώθηκαν και φύγανε, αφήνοντας τον λαό και τους πρωταθλητές

απορημένους:

– Καλά, αυτό είναι η λαμπρή γιορτή; Μη χειρότερα.

Αλλά ο Χορός τούς πήρε είδηση, πήρε χαμπάρι τα φτηνά τους κόλπα. Και πολλοί

τούς αποδοκίμασαν «Γιούχα, και πάλι γιούχα!». Δεν μασάμε πια!

ΥΓ: Λαμπρή εξαίρεση ευτυχώς απ’ αυτό το φιάσκο ήταν ο κάιζερ του

ποδοσφαίρου Ότο Ρεχάγκελ, με τον σωστό λόγο, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας K.

Στεφανόπουλος, που χθες έδωσε το νόημα και το συμπέρασμα της νίκης.