Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μετά το 2004 είναι

καθοριστικές, με την έννοια των αναγκαίων πολιτικών που απαιτούνται να ληφθούν

προκειμένου οι οικονομικές και αναπτυξιακές επιδόσεις της, η αύξηση της

παραγωγής και του πλούτου να συνοδεύονται από αύξηση της απασχόλησης, μείωση

της ανεργίας, περιορισμό των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων,

κοινωνική ευημερία και κοινωνική συνοχή.

Πιο συγκεκριμένα, μετά το 2004 η κατασκευή των έργων για τους Ολυμπιακούς

Αγώνες θα εκλείψει και οι εισροές πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την

Ελλάδα θα συνεχίσουν με πτωτικούς ρυθμούς σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Έτσι, ο «ενάρετος κύκλος» της ελληνικής οικονομίας ενδέχεται να μετατραπεί σε

«μη ενάρετο κύκλο» επιβράδυνσης, ο οποίος θα προέλθει από μία αρχική μείωση

της συνολικής ζήτησης (μείωση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το ερώτημα επομένως που προκύπτει είναι εάν η ελληνική οικονομία διαθέτει τις

εσωτερικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να προωθήσουν μεσοπρόθεσμα τη διαδικασία

της οικονομικής ανάπτυξης ή εάν θα πρέπει να αναμένουμε στο δεύτερο ήμισυ της

δεκαετίας 2000 – 2010 μία επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης εργασίας, είναι ενδιαφέρον να διερευνηθούν οι

επιπτώσεις στην απασχόληση των μεταναστών και ειδικότερα αυτών που εργάζονται

στα δημόσια και Ολυμπιακά έργα.

Πράγματι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού

της ΕΣΥΕ (B’ τρίμηνο 2003), η συνολική απασχόληση στον κατασκευαστικό τομέα

ήταν 327.727 άτομα, από τα οποία 68.300 ήταν οικονομικοί μετανάστες.

Ο αριθμός αυτός των μεταναστών αντιπροσωπεύει το 29,2% των μεταναστών που

απασχολούνται στην Ελλάδα και το 21% του συνόλου των εργαζομένων της χώρας

στον συγκεκριμένο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας.

Έτσι, ο ρυθμός μείωσης της κατασκευής δημόσιων έργων στην Ελλάδα θα επιφέρει

πιέσεις στην απασχόληση των μεταναστών κυρίως στον συγκεκριμένο κλάδο,

συμβάλλοντας, στον βαθμό που τον αφορά, στην αύξηση της ανεργίας των

μεταναστών.

Όμως, δεδομένου ότι σήμερα ο αριθμός των μεταναστών που εργάζεται στην

κατασκευή των Ολυμπιακών έργων είναι ο μικρότερος δυνατός λόγω της σταδιακής

ολοκλήρωσης και παράδοσής τους, σε συνδυασμό με τη διατήρηση αύξησης του ΑΕΠ

μετά το 2005 σε επίπεδα που θα ανέρχονται γύρω στο 3,5%, δεν αποκλείεται στη

συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων να παρατηρηθεί στα επόμενα χρόνια μία

επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, αναζητώντας εργασία, κυρίως, είτε

στην κατασκευή δημόσιων έργων στην περιφέρεια είτε στον αγροτικό τομέα είτε

στην οικοδομή.

Σε μία τέτοια προοπτική απορρόφησης των μεταναστών από άλλους κλάδους

οικονομικής δραστηριότητας, εκτιμούμε ότι δεν θα δημιουργηθούν συνθήκες

«έκρηξης» της ανεργίας ούτε συνθήκες απελάσεων των μεταναστών, δεδομένου ότι

στο πιο απαισιόδοξο σενάριο των σχετικών εξελίξεων η ανεργία δεν θα υπερβεί το

11% (επίπεδο ανεργίας του έτους 1998).

Όμως, για την επαλήθευση αυτής της εκτίμησης, αποκτά μεγάλη σημασία η

διατήρηση υψηλών ρυθμών αύξησης της εσωτερικής και εξωτερικής ζήτησης μετά το

2004, έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εξακολουθήσει να μεγεθύνεται με τον

δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο επίπεδο του 3,5%. Αυτό σημαίνει ότι η

αύξηση της απασχόλησης απαιτείται για την οικονομική πολιτική να αποτελεί

στόχο πρώτης προτεραιότητας, δεδομένου ότι η συνέχιση συνθηκών ύπαρξης ενός

αναπτυξιακού αποθέματος στην ελληνική οικονομία, εκτός της συμβολής στη μείωση

της ανεργίας, θα συμβάλει μεσοπρόθεσμα στη συγκράτηση του ρυθμού μείωσης του

ΑΕΠ μετά το 2005 – 2006 όταν η πτωτική του τάση στην Ελλάδα θα επηρεαστεί από

τη μείωση των εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ολοκλήρωση των

Ολυμπιακών έργων, με προβλεπόμενο αποτέλεσμα να μη βρεθεί η ελληνική οικονομία

σε συνθήκες ύφεσης (INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2003).

Παράλληλα, οι μακροοικονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας προσφέρουν

ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει, από την πλευρά της προσφοράς,

εσωτερικό δυναμισμό, ο οποίος όμως δεν θα κατορθώσει να αναπτύξει τις

προαναφερόμενες εξελίξεις, παρά μόνο εάν η αύξηση της ζήτησης (εσωτερικής και

εξωτερικής) διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα.

Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται να δημιουργηθούν ανταγωνιστικά

πλεονεκτήματα, όχι μόνο διαμέσου των αυθόρμητων λειτουργιών των αγορών, αλλά

διαμέσου εξειδικευμένων και συγκεκριμένων δημόσιων πολιτικών, προς την

κατεύθυνση αύξησης των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων καθώς και της

βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (ποιότητα προϊόντων,

παραγωγικότητα κεφαλαίου, οργάνωση εργασίας, τεχνολογία, καινοτομία, κ.λπ.).

Ο Σ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός

διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ