Το κυπριακό ζήτημα αναδύεται στην Ιστορία αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση

και την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Το 1833 έχουμε ήδη την πρώτη εξέγερση Κυπρίων. Επικεφαλής της εξέγερσης είναι

ο αγωνιστής του ’21 N. Θησέας. Ακολουθούν μεταρρυθμίσεις υπέρ των Ελλήνων. Το

1878 η Κύπρος εκχωρείται από τον Σουλτάνο στην Αγγλία. Από τον επόμενο χρόνο

αρχίζουν τα κινήματα για την Ένωση με την Ελλάδα.

Το 1915 η Βρετανία εμφανίζεται διατεθειμένη να εκχωρήσει την Κύπρο στην

Ελλάδα, αν η χώρα μας έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων και

υποστήριζε στρατιωτικά τη Σερβία, η οποία δεχόταν επίθεση από την Αυστρία και

τη Βουλγαρία. Ο Κωνσταντίνος A’ και ο πρωθυπουργός Ζαΐμης δεν απάντησαν ποτέ

σε αυτήν την προσφορά.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κιτίου

H οικονομική, κοινωνική και δημογραφική ανάπτυξη του ελληνικού στοιχείου έφερε

την εξέγερση του 1931. Ο Αρχιεπίσκοπος Κιτίου κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα

και την ανυπακοή προς τη βρετανική εξουσία. Ο λαός βγήκε στον δρόμο και οι

διαδηλωτές πολιόρκησαν και πυρπόλησαν το βρετανικό κυβερνείο στη Λευκωσία. H

Βρετανία απάντησε με συλλήψεις και καθεστώς έκτακτων μέτρων, τα οποία

διήρκεσαν έως το 1939. H κατάρρευση της αποικιοκρατίας με τον B’ Παγκόσμιο

Πόλεμο, όπου οι Κύπριοι έλαβαν μέρος με μία ταξιαρχία 30.000 ανδρών στο πλευρό

της Βρετανίας, έφερε την Κύπρο ξανά στην επικαιρότητα.

H Βρετανία προχωρά σε νέα ρύθμιση της Διοίκησης του νησιού, αλλά οι Κύπριοι

απαιτούν ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση.

Στις 15 Ιανουαρίου 1950 η Εθναρχία διοργανώνει δημοψήφισμα, το οποίο καταλήγει

σε θρίαμβο υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα.

Στις 20 Οκτωβρίου 1950 εκλέγεται νέος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Μακάριος Γ’. Ο

Μακάριος απευθύνεται το 1953 με επιστολή του στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και

ζητά την εγγραφή του Κυπριακού στην ημερήσια διάταξη της 8ης Συνόδου. Αλλά η

Ελλάδα δεν υποστηρίζει το αίτημα, διότι επιδιώκει φιλική συμφωνία με τη

Βρετανία για την Κύπρο.

Έναν χρόνο αργότερα, στις 16 Αυγούστου 1954, η κυβέρνηση Παπάγου φέρνει,

επιτέλους, το Κυπριακό στον ΟΗΕ, ζητώντας τη διοργάνωση δημοψηφίσματος στην

Κύπρο. H Νέα Ζηλανδία, υποκινούμενη από τη Βρετανία, ζητά αναβολή της

συζήτησης του Κυπριακού, πράγμα που επιτυγχάνει.

Στις 30 Ιουνίου 1955 ο σερ Άντονυ Ήντεν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων

ότι είχε καλέσει την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση για συνομιλίες στο

Λονδίνο σχετικά «με πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα που αφορούν την

Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου».

H πρώτη Τριμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό άρχισε τη Δευτέρα 29 Αυγούστου 1955.

Ταυτόχρονα άρχιζε ένας νέος μακροχρόνιος και αιματηρός αγώνας στην Κύπρο.

H Τριμερής Διάσκεψη απέτυχε να δώσει λύση στο πρόβλημα (κοινό ανακοινωθέν

7-9-1955), αλλά πέτυχε αυτό που επεδίωκε το Λονδίνο: Να εισαγάγει ως αντίπαλο

της Ελλάδας την Τουρκία στο κυπριακό ζήτημα, ώστε η Βρετανία να μπορεί να

παίζει τον ρόλο του διαιτητή. Παρ’ όλο που η Τουρκία ακόμη και στη Συνθήκη της

Λωζάννης (1923) βεβαίωνε ότι δεν είχε διεκδικήσεις στο νησί.

Ο αγώνας των Κυπρίων και της ΕΟΚΑ εντείνεται. H Βρετανία για να «ειρηνεύσει»

το νησί στέλνει (3.10.1955) ως κυβερνήτη τον στρατάρχη Τζον Χάρτινγκ,

επικεφαλής 30.000 στρατιωτών. Τα μέτρα καταστολής του Χάρτινγκ είναι βάρβαρα,

με αποκορύφωμα τη σύλληψη και τον εκτοπισμό του Μακαρίου στις Νήσους

Σεϋχέλλες, στον Ινδικό Ωκεανό (5.3.1956) και την εκτέλεση δι’ απαγχονισμού των

αγωνιστών M. Καραολή, A. Δημητρίου και E. Παλληκαρίδη. H διεθνής κοινή γνώμη

είναι ανάστατη. Οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν και συμφωνούν με τους Βρετανούς να

αναζητηθεί λύση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ενώ ο Μακάριος ελευθερώνεται και έρχεται

από τις Σεϋχέλλες στην Αθήνα (Μάρτιος 1957).

Τι προβλέπει η Συμφωνία

Οι διαβουλεύσεις και οι πιέσεις οδηγούν τους υπουργούς Εξωτερικών Ελλάδας και

Τουρκίας στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου συμφωνούν για τη λύση (20.1.1959). Στις

11 Φεβρουαρίου τη συμφωνία υπογράφουν οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας, K.

Καραμανλής και A. Μεντερές.

Στις 19.2.1959 στο Λονδίνο υπογράφονται από την Πενταμερή τα ιδρυτικά κείμενα

της Κυπριακής Δημοκρατίας. H συμφωνία προβλέπει Ελληνοκύπριο πρόεδρο και

Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο. Επίσης, 3 στους 10 υπουργούς και 15 στους 50

βουλευτές Τουρκοκυπρίους.

Ακόμη, η τουρκοκυπριακή μειονότητα, που αποτελεί το 18% του πληθυσμού,

προσφέρει το 40% των ανδρών του στρατού, το 30% της αστυνομίας και των

υπαλλήλων της Διοίκησης.

H Βρετανία διατηρεί εκτεταμένες βάσεις στο νησί και μαζί με την Ελλάδα και την

Τουρκία ανακηρύσσονται εγγυήτριες δυνάμεις, με δικαίωμα μονομερούς επέμβασης.

Ο Μακάριος και η ελληνική αντιπολίτευση εκφράζουν έντονες επιφυλάξεις για τη Συμφωνία.