Το A’ εργοστάσιο Ρετσίνα, στην οδό Θηβών, στη Λεύκα του Πειραιά. Διακρίνεται

στο βάθος αριστερά το παλιό τριώροφο κλωστήριο της αρχικής εγκατάστασης

(Δεκαετία 1930. Αρχείο Ρετσίνα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)

Ένα μεγάλο, ιστορικό και μοναδικό εργοστασιακό συγκρότημα έγινε παρανάλωμα του

πυρός την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου στον Πειραιά. Οι προβολείς της δημοσιότητας

εύλογα στάθηκαν στις καταστροφές των περιουσιών – αποθήκες, βιοτεχνίες – στην

απελπισία των ανθρώπων, στον μαύρο καπνό που σκέπασε την πόλη.

Ωστόσο υπάρχει και μια άλλη πλευρά αυτής της καταστροφής που δεν φαίνεται να

απασχόλησε κανέναν, ίσως όχι τυχαία. Στην οδό Ρετσίνα 44 δεν κάηκαν κάποιες

«αποθήκες», όπως ειπώθηκε, αλλά το ίδιο το εργοστάσιο των αδελφών Ρετσίνα,

δηλαδή το παλαιότερο και μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό εργοστάσιο της χώρας,

ένας από τους πρώτους πυρήνες ανάπτυξης του Πειραιά, της ελληνικής βιομηχανίας

και της χώρας μας γενικότερα. H επιχείρηση ιδρύθηκε το 1871 και έκλεισε το

1979, ύστερα από έναν αιώνα ζωής και παραγωγικής εργασίας. Ο δρόμος φέρει το

όνομα του μεγαλύτερου από τους τρεις αδελφούς – ιδρυτές της επιχείρησης, του

Θεόδωρου Ρετσίνα (1832-1930), που διετέλεσε και δήμαρχος Πειραιά στο τέλος του

19ου αιώνα και ύστερα βουλευτής.

Χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έχουν διαβεί την πύλη

της οδού Ρετσίνα 44. H «γηραιά κυρία» του Πειραιά, η πρώτη βαμβακουργική

βιομηχανία της χώρας, διέθετε άλλοτε τρία εργοστάσια στην πόλη και απασχολούσε

κοντά 2.500 ανθρώπους. Μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο περιορίστηκε σταδιακά στη

μεγαλύτερη και παλαιότερη εγκατάσταση, αυτήν που καταστράφηκε, στην περιοχή

της «Λεύκας». Δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, προστατευμένο με την ψηλή μάντρα

του από τα αδιάκριτα βλέμματα, το συγκρότημα περιελάμβανε σε μια έκταση

δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών, γεμάτη λεύκες και ευκαλύπτους, το κυρίως

παραγωγικό κτίριο στο κέντρο, αυτό που έγινε στάχτη (κτίσμα του μεσοπολέμου με

τη χαρακτηριστική οδοντωτή στέγη) και στην περίμετρο πλήθος από βοηθητικά

κτίσματα – αποθήκες, εργαστήρια, το κτίριο της διοίκησης κ.λπ. Στη βορινή

πλευρά του συγκροτήματος, κοντά στη μεγάλη καμινάδα, σώζονταν στοιχεία από το

αρχικό κτίριο, του 1870.

Πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου, χάρη στον τελευταίο διευθυντή της

επιχείρησης, τον κ. Ανδρέα Δρούλια, το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού

Ιδρύματος Ερευνών παρέλαβε, από το ίδιο αυτό συγκρότημα, το αρχείο της

αιωνόβιας επιχείρησης, έναν αληθινό θησαυρό ιστορικών μαρτυριών γι’ αυτόν τον

τόσο περιφρονημένο κόσμο της ελληνικής βιομηχανίας. Τύχη αγαθή, σώζεται ακόμη

ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ του μεσοπολέμου, με σκηνές από το εσωτερικό του

εργοστασίου σε ώρα λειτουργίας. Μετά το κλείσιμό του, το συγκρότημα είχε

περιέλθει στην Εθνική Τράπεζα και νοικιαζόταν τμηματικά σε μικρότερες

επιχειρήσεις – βιοτεχνίες και βιομηχανίες. H αφροντισιά και η εγκατάλειψη δεν

είναι βέβαια άμοιρες της καταστροφής. Μιας καταστροφής που αποδεικνύει ότι η

μεταχείριση αυτή που επιφυλάσσεται στα ιστορικά βιομηχανικά συγκροτήματα δεν

συνιστά μόνον προσβολή στη μνήμη της πόλης αλλά αντιπροσωπεύει και σοβαρό

κίνδυνο για τους πολίτες.

Τούτη η αδιαφορία για τη βιομηχανική κληρονομιά του τόπου μας δεν

μπορεί παρά να προκαλεί θλιβερές σκέψεις. Τεράστιες εκτάσεις με ιστορικά

εργοστάσια στην περίμετρο του Σταδίου Καραϊσκάκη, μεγάλα βιομηχανικά

συγκροτήματα στην οδό Πειραιώς, ολόκληρο το συγκρότημα των λιπασμάτων στη

Δραπετσώνα, έχουν ισοπεδωθεί από τις μπουλντόζες μιας κακώς εννοούμενης

«ανάπτυξης», μιας απόλυτα στερημένης από δημιουργική φαντασία οικοδομικής

βιομηχανίας. Σε λίγα χρόνια η βιομηχανική ιστορία του Πειραιά δεν θα έχει

αφήσει κανένα ίχνος στον ιστό της πόλης. Αλλά η «μνήμη της πόλης» δεν είναι

ζήτημα αισθητικής. Δεν είναι καν μόνο ζήτημα πολιτισμού, ζήτημα ταυτότητας ή

αυτογνωσίας. Είναι και ζήτημα ανάπτυξης. H ανάπτυξη δεν πάει στην έρημο.

Έστω την ύστατη στιγμή…

H ιστορικότητα των παραγωγικών πόλεων, εκεί όπου έχει συσσωρευτεί τεχνογνωσία

και εργασιακή κουλτούρα, είναι στοιχείο ελκυστικό για νέες επιχειρήσεις και η

διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι οι πόλεις με βιομηχανικό παρελθόν έχουν

σημαντικά αποθέματα ανάκαμψης, μετά την ύφεση της αποβιομηχάνισης. Γι’ αυτό

και κάθε πόλη που σέβεται τον εαυτό της, στην Ευρώπη και την Αμερική,

επιδεικνύει με καμάρι όσα από τα δείγματα αυτής της ιστορικής της ταυτότητας

μπορεί να διασώσει.

Μπορεί να είναι «ανάπτυξη», με βάθος και προοπτική, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και ο

τουρισμός; Μπορεί να γεμίσουν μόνο με στάδια και ξενοδοχειακά συγκροτήματα οι

παραγωγικές ζώνες των λιμανιών; Μας ικανοποιεί αυτή η πληκτική εικόνα μιας

τουριστικής χώρας με γαλάζιες θάλασσες, ήσυχα λιμανάκια και πεζόδρομους

περιπάτου στην πρωτεύουσα; Δεν το πιστεύω.

Έστω και την ύστατη στιγμή, η αρμόδια Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου

Πολιτισμού ας κηρύξει διατηρητέο ό,τι διασώθηκε από το συγκρότημα του

εργοστασίου Ρετσίνα. H πυρκαγιά απελευθέρωσε αρκετό χώρο για να κτίσουν οι εργολάβοι.