Περίληψη

Το πρωτοπαλίκαρο του Προέδρου Σαλιβέρι, ο χυδαίος συνταγματάρχης Αριστείδης

Μαρόνγκο, βάζει στο κατόπι της Τερέσα Αλμένδρος δύο χαφιέδες: Πρώτα τον

υπολοχαγό Γκαρσία Φουέντες και στη συνέχεια τον νονό του υποκόσμου, Πέδρο

Χούντο, που αναλαμβάνει να παρακολουθεί όχι μόνο την κοπέλα αλλά και τον

υπολοχαγό. Σκοπός τους είναι να ανακαλύψουν πρώτοι πού κρύβεται ο πατέρας της,

ο Ούγο Αλμένδρος, παλιός σύντροφος του Προέδρου, ο οποίος εξαφανίστηκε στην

Ευρώπη παίρνοντας μαζί του και τον κρατικό χρυσό.

Ο υπολοχαγός Γκαρσία Φουέντες μένει για πολλή ώρα με το βλέμμα του καρφωμένο

στη μεγάλη προσωπογραφία του Προέδρου, που στέκει στο βάθος της αίθουσας

παραφορτωμένη με μια απροσδιόριστη πολυτέλεια. Τι ελπίζει να αποκομίσει από

τούτη τη ματαιοδοξία της εξουσίας, που αποδίδει ο ζωγράφος με λαμπερά χρώματα

με ένα άγριο κόκκινο, σχεδόν αιμάτινο, να κυριαρχεί, σαν να θέλησε να κερδίσει

ο Πρόεδρος με τη μασέτα αντί με το πινέλο μια θέση στην ιστορία της χώρας;

Τίποτα σπουδαίο. Στην προσωπογραφία ποζάρει ένας άντρας που ήξερε να δαμάζει

τις παρεκκλίσεις ενός απρόσεχτου λαού, να εκμεταλλεύεται την κακοτυχία του και

τη διχόνοιά του που τον απομονώνει και τον ευαισθητοποιεί. Ένα

ψευτο-πραξικόπημα, δίχως να ‘ναι και κανένα κατόρθωμα, και να τον, ηγέτης μιας

αθλιότητας που όλο και χειροτερεύει, να κυβερνά μια χώρα που δεν σταματά να

θρυμματίζεται από τις αντικρουόμενες παρατάξεις, τις απανωτές πεπονόφλουδες,

τις ανόητες καθαιρέσεις, τις ύποπτες εξαφανίσεις. Όμως ο υπολοχαγός δεν

βρίσκεται εκεί για να συλλογίζεται την τύχη χαμένων ήδη υποθέσεων. Ξέρει πως

δεν είναι παρά πιόνι, ένας ασήμαντος χαμηλόβαθμος αξιωματικός, βεβαίως

φιλόδοξος, αλλά με απόλυτη συνείδηση πως είναι ευάλωτος. Είδε πολλούς

συναδέλφους να εξαφανίζονται από προσώπου γης μόνο και μόνο γιατί είχαν πιει

και πιστέψει πολύ, μες στο γερό τους μεθύσι, πως ήταν προστατευμένοι από τα

αδιάκριτα βλέμματα. Μια δυσάρεστη παρατήρηση, μια αυστηρή κριτική, και το

έδαφος ανοίγει για να τους δεχτεί η κόλαση: εφιαλτικά κελιά, άγριες

ανακρίσεις, βασανιστήρια, και, ένα πρωί, σε κάποια όχθη ή κάπου στο δάσος, ένα

παραμορφωμένο σε αποσύνθεση κουφάρι. Ο υπολοχαγός Φουέντες έταξε στον εαυτό

του να μην έχει τέτοιο τέλος. Ξέρει τα όριά του και παλεύει να αδράξει κάθε

ευκαιρία για να ανέβει την κλίμακα της ιεραρχίας δίχως ούτε ένα ράμμα στη

γούνα του.

Τραβάει το βλέμμα του από την επιβλητική προσωπογραφία του Προέδρου σαν να

θέλει να φυλαχτεί.(…) Ο υπολοχαγός πάντα απορούσε, ενώ το λιοπύρι κατέτρωγε

την πόλη και τους ανθρώπους που σάπιζαν μέσα της, πώς το γραφείο του

συνταγματάρχη Αριστείδη Μαρόνγκο είναι τόσο δροσερό. Μήπως οφείλεται στο

θάνατο που κυκλοφορεί ολόγυρα, φέρνοντας ανατριχίλες, ή στην απαίσια φήμη του

οικοδεσπότη; Εντούτοις, ούτε μια φορά από τότε που τον έβαλαν στο προεδρικό

πρωτόκολλο για να κατασκοπεύει, δεν διάβηκε το κατώφλι του γραφείου του

συνταγματάρχη δίχως να κοκαλώσει και να ανατριχιάσει από την αγωνία. Συνήθως

πρέπει να πάρει βαθιά ανάσα προτού να προχωρήσει στο πλακόστρωτο δάπεδο όπου

κάθε τετράγωνο λες και κρύβει μια καταπακτή. Προτού καν φτάσει στο γραφείο,

στην άλλη άκρη του τοίχου, καμιά εικοσαριά μέτρα από την είσοδο, ήδη

κοντανασαίνει, ο λαιμός του καίει, μια μέγκενη του σφίγγει την καρδιά. Για να

κατορθώσει να συγκρατηθεί, χτυπά δυνατά τις φτέρνες του και στέκεται προσοχή,

με το πιγούνι ίσιο και το βλέμμα ανέκφραστο, μέχρι να του κάνουν νόημα να

καθήσει. Τότε κάθεται χωρίς βιάση, παρά την αγωνία που κάνει τις γάμπες του να

τρέμουν, βάζει το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και περιμένει υπομονετικά τον

συνταγματάρχη να τον ψαρέψει. Δεν θυμάται πια πόσες φορές παρουσιάστηκε σε

τούτο το γραφείο, το μόνο που ξέρει είναι ότι αισθάνεται το ίδιο σφίξιμο στο

στομάχι κάθε φορά που του λένε να περάσει να δει τ’ αφεντικό. Οι συνάδελφοί

του τον εκτιμούν πολύ, ο υπολοχαγός πάντα ανταποκρινόταν στις μικρές του

αποστολές, όμως όταν το βλέμμα του συνταγματάρχη πέφτει απάνω του, τα χάνει

και περιμένει να δει γι’ ακόμα μια φορά τον ουρανό να του πέφτει στο κεφάλι.

Ό,τι και να κάνει, έχει πάντα την ίδια αίσθηση πως έσφαλε ή πως δεν έκανε καλά

τη δουλειά του.

Ακούγεται το καζανάκι από το πλαϊνό δωμάτιο. Ο υπολοχαγός Φουέντες σιάζει τη

στολή του, κοιτάζει αν τα παπούτσια του λαμποκοπούν και ισιώνει το κεφάλι. Μια

πόρτα με καπιτονέ επένδυση ανοίγει κι εμφανίζεται ο συνταγματάρχης, ένας

κοντός, ξερακιανός και ζωντανός άντρας με διαπεραστικό βλέμμα. Δένει τη ζώνη

του. Με ένα νεύμα του κεφαλιού προστάζει τον νέο αξιωματικό να καθήσει σε μια

δερμάτινη πολυθρόνα πλάι του.

«Χαλάρωσε, Γκαρσία. Δεν υπάρχει βία».

Ο υπολοχαγός υπακούει. Κάθεται αμέσως, με τη ράχη του άκαμπτη, περιμένοντας

κάποια διαταγή ή κίνηση. Ο συνταγματάρχης περιεργάζεται το πρόσωπό του

σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια κουρτίνα.

«Δεν ξέρω τι σκατά με τάισαν σ’ εκείνο τ’ αναθεματισμένο το ιταλικό

εστιατόριο. Εδώ και δυο μέρες, η κοιλιά μου δε λέει να ησυχάσει κι ο κώλος μου

έχει γδαρθεί απ’ το πολύ σκούπισμα».

Τα αισχρόλογα του ανωτέρου του ενοχλούν τον υπολοχαγό Φουέντες. Όμως, ο

συνταγματάρχης είναι διαβόητος για τη χυδαιότητά του. Δεν είναι παρά ένας

αλήτης που θα μπορούσε να είχε καταλήξει στο εκτελεστικό απόσπασμα αν δεν είχε

αδράξει τις ευκαιρίες από τα μαλλιά. Στα είκοσί του κυλιόταν στο βόρβορο της

πόλης με ένα τσούρμο πουτάνες καταπόδας. Του ανέθεταν δολοφονίες κι είχε ένα

σωρό εχθρούς. Ως κι από ένα πιστολίδι σε μπορντέλο είχε γλιτώσει, όπου έχασε

έναν εξάδελφο. Όταν οι στασιαστές του Σαλαβέρι άρχισαν να απειλούν το παλαιό

καθεστώς, δεν δίστασε να ενωθεί μαζί τους επικεφαλής της δικής του συμμορίας

μαστροπών. Κατόρθωσε ν’ ακουστεί το όνομά του επανειλημμένα και να κερδίσει

την εμπιστοσύνη του Σαλαβέρι, που δεν δίστασε να τον κάνει αρχηγό της

πρετοριανής του φρουράς. H εξέγερση ήταν πέρα για πέρα επιτυχημένη. Ο Σαλαβέρι

έγινε Πρόεδρος. Από τη μια μέρα στην άλλη ο αλήτης βρέθηκε από το βόρβορο

ταγματάρχης του πρωτοκόλλου κι έπειτα συνταγματάρχης των ειδικών δυνάμεων.

Όμως, παρά τα καινούργια του προνόμια και τα γαλόνια του, παρέμεινε

αλήτης.(…)

«Απ’ ό,τι κατάλαβα, δέχτηκαν χθες τη δεσποινίδα Τερέσα Αλμένδρος στο Προεδρικό

Μέγαρο».

«Μάλιστα, κύριε. Ο Πρόεδρος συζήτησε μαζί της για μια ώρα στο γραφείο του».

«Τετ α τετ;».

«Μάλιστα, κύριε».

«Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το λόγο της συνάντησης;».

«Όχι ακόμα, κύριε. Θα προσπαθήσω να τον πληροφορηθώ».

(…)«Δεν έχεις τίποτα να πεις, αγόρι μου. Δεν είμαι πολύ ευχαριστημένος με

την απόδοσή σου και σιχαίνομαι να συνειδητοποιώ πως πόνταρα σε λάθος άλογο. H

πορεία σου στο στρατό μού άρεσε αληθινά, καθώς και η ευγένειά σου και οι καλοί

σου τρόποι. Είναι πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα, όμως δεν αξίζουν πολύ αν δεν

είναι αποτελεσματικά. Έχεις ωραίο μούτρο και καλή αγωγή, μόνο που είσαι

μαλθακός, υστερείς στη δράση. Θέλω να σε κάνω σπουδαίο αξιωματικό, υπολοχαγέ

Φουέντες. Για να το καταφέρεις, πρέπει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου. Σε βάλαμε

στο προεδρικό πρωτόκολλο για να σε μυήσουμε στις βρωμιές της αυλής και να

‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Ενώ, από τότε που σε γράπωσε αυτή η βρώμα η Μόνικα

Μαντέρας, περνάς περισσότερο χρόνο γλείφοντας το πράμα της παρά προσέχοντας

ό,τι συμβαίνει γύρω σου».

(…) Ο υπολοχαγός αρχίζει να πλέκει και να ξεπλέκει τα δάχτυλά του.

Ο συνταγματάρχης σηκώνεται απότομα, κάνει το γύρο του γραφείου και στέκεται

πάνω από τον νεαρό κατώτερό του.

«Ορίστε, να τι συμβαίνει, υπολοχαγέ Φουέντες. Ο Πρόεδρος, γι’ απροσδιόριστους

λόγους, ψάχνει να βρει τα ίχνη του παλιού συνοδοιπόρου του, του Ούγο

Αλμένδρος. Ο βρωμιάρης την κοπάνισε με το ταμείο της Δημοκρατίας πριν από

καμιά εικοσαριά χρόνια. Στείλαμε τους καλύτερους πράκτορές μας στο κατόπι του,

όμως δεν τον πιάσαμε ποτέ. Τον είδαν στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία,

ακόμα και τη Βόρεια Αφρική, όμως δεν άφησε κανέναν να τον ζυγώσει. Κάθε φορά

που ήμασταν έτοιμοι να τον γραπώσουμε, εξαφανιζόταν ως διά μαγείας. Πασχίσαμε

να πάρουμε πίσω την περιουσία που ‘χε αρπάξει απ’ το λαό, ένα ανεκτίμητο ποσό.

Ύστερα, επί μια δεκαετία, η οικονομία της χώρας άνθησε ξανά. Έτσι σταματήσαμε

τις έρευνες, που μας κόστιζαν τα μαλλιά της κεφαλής μας. Τώρα, να που η

Προεδρία ενδιαφέρεται ξάφνου γι’ αυτόν. Αυτός είναι ο λόγος που διαλέξαμε την

Τερέσα, την κόρη του λιποτάκτη για να τον βρούμε. Δεν είναι δική μου ιδέα.

Έτσι κι αλλιώς, δεν μου ζήτησαν ν’ ασχοληθώ με τούτη την υπόθεση. Όμως,

σιχαίνομαι να ‘ναι τα πράγματα ασαφή. Όταν μου διαφεύγει κάτι, παραφρονώ. Γι’

αυτό το λόγο, θέλω να ‘σαι τα μάτια μου σε τούτη την ιστορία».

«Στις διαταγές σας, συνταγματάρχη».

«Θα γίνεις η σκιά αυτού του παλιοθήλυκου, της Τερέσα, όπου κι αν πηγαίνει,

υπολοχαγέ. Θέλω να ξέρω τι σκαρώνει, κι ακολουθώντας τη να φτάσουμε στον

πατέρα της».

«Μάλιστα, κύριε».

«Βασίζομαι σ’ εσένα, να ξανανέβεις στην εκτίμησή μου. Το μέλλον σου θα

εξαρτηθεί αποκλειστικά από την έκβαση αυτής της υπόθεσης».

«Το ξέρω, κύριε».

(…)Μόλις ο υπολοχαγός φεύγει, ο συνταγματάρχης θρονιάζεται ξανά, και, με το

πούρο στα δάχτυλά του, ατενίζει για κάμποση ώρα την προσωπογραφία του Προέδρου

αντίκρυ του:

«Τι μας μαγειρεύεις γι’ άλλη μια φορά, κύριε Πρόεδρε;».

ΓΙΑΣΜΙΝΑ XANTPA

Ποιος είναι

Πίσω από τον Yasmina Khadra κρύβεται ο συγγραφέας Mohamed Moulessehoul.

Γεννήθηκε το 1955 και σε ηλικία 9 χρόνων μπήκε σε στρατιωτική σχολή. Αρχίζει

να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα το 1984, ενώ έχει ήδη γίνει αξιωματικός. H

δυσπιστία με την οποία το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας του αντιμετωπίζει

έναν στρατιωτικό λογοτέχνη, αλλά κυρίως ο εμφύλιος πόλεμος στην Αλγερία τον

αναγκάζουν να περάσει, ως λογοτέχνης, στην πιο βαθιά παρανομία και να

χρησιμοποιήσει ένα γυναικείο ψευδώνυμο.


Δημοσιεύοντας πλέον με το όνομα Yasmina Khadra, θα γίνει πασίγνωστος στη

Γαλλία με τα βιβλία: Morituri (Μοριτούρι, 1997), La dingue au bistouri (Ο

σχιζοφρενής με το νυστέρι, 1999), quoi r vent les loups (Τι ονειρεύονται οι

λύκοι, 1999) και Les hirondelles de Kaboul (Τα περιστέρια της Καμπούλ) που

κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Την αληθινή του

ταυτότητα ο Moulessehoul αποκάλυψε στον γαλλικό Τύπο τον Ιανουάριο του 2001,

όταν παραιτήθηκε από τον στρατό.