Στα μέσα του 20ού αιώνα διατυπώθηκε στο πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας η

θεωρία της «ηγεμονίας». Με αυτή την έννοια ο A. Γκράμσι ήθελε να

αποκαλύψει ότι οι έχοντες την εξουσία «κατασκευάζουν» την πολιτική τους

υπεροχή έναντι των υποτελών στρωμάτων μέσα από την επιβολή μιας ιδεολογικής

κουλτούρας. Τα media και οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί αποτελούν καίριους

παράγοντες σε αυτές τις (ηγεμονικές) διαδικασίες, γιατί δεν προβάλλουν απλώς

τα γεγονότα, αλλά συμμετέχουν σε αυτά («κατασκευάζοντας συναίνεση»).

Αργότερα ο Τσόμσκι παρουσίασε υποδειγματικά τον τρόπο με τον οποίο τα

αμερικανικά μέσα ενημέρωσης κάλυψαν για πολλές δεκαετίες τα σημαντικά γεγονότα

του κόσμου. Έτσι, το αιματηρό πραξικόπημα του Πινοσέτ στη Χιλή εμφανίσθηκε ως

νόμιμη ανατρεπτική ενέργεια για την απομάκρυνση του «κομμουνιστικού κινδύνου»

(Τσόμσκι-Χέρμαν, Κατασκευάζοντας συναίνεση, 1988).

Γιατί τα αναφέρω αυτά; Γιατί εντελώς ακατανόητα – πριν από μερικές ημέρες – η

ιστορική εφημερίδα Washington Post θέλησε να «κατασκευάσει συναίνεση»

και να στηρίξει πολιτικά τη δεξιά κυβέρνηση του προέδρου Μπους, που αντικρύζει

μπροστά της ένα νέο Βιετνάμ (Washington Post, 14/10/2003).

Γιατί είναι κρίσιμος ο ιστορικός χρόνος μιας τέτοιας αδικαιολόγητης επιλογής

(από την ηγετική ομάδα τής «Washington Post»); Γιατί, καταρχήν, διογκώνεται

ανεξέλεγκτα ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτών που πεθαίνουν στο Ιράκ.

Επιπλέον, γιατί ξεθωριάζει ραγδαία το αφελές ιστορικό όνειρο των

«νεοσυντηρητικών» για τη μετατροπή αυτού του τόπου σε Ελβετία της Μέσης

Ανατολής. Και, τέλος, γιατί ξεχειλίζει η οργή για την κυβέρνηση, αφού χαρίζει

επιλεκτικά τα «φιλέτα» της ανασυγκρότησης στις φιλικές της εταιρείες.

Τι κάνει, λοιπόν, η εκδοτική ομάδα της Washington Post; Γράφει ένα κεντρικό

άρθρο και απολογείται ουσιαστικά, γιατί πολλοί αγανακτισμένοι αναγνώστες

αξιώνουν από την εφημερίδα να κάνει μια αυτοκριτική θεώρηση για τη θετική

στάση που κράτησε έναντι της μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ. Έτσι

παραδέχεται, βασικά, ότι η κυβέρνηση Μπούς διέπραξε πολλά δομικά λάθη πριν από

τον πόλεμο, αφού δεν κατατόπισε ειλικρινά τον αμερικανικό λαό για τις μεγάλες

απώλειες που μπορεί να υποστεί η χώρα (σε ανθρώπινο δυναμικό) από μια τέτοια

επιχείρηση.

Ωστόσο, σε αυτό το λεπτό σημείο η ηγετική ομάδα της φημισμένης εφημερίδας

προσπαθεί «να κατασκευάσει συναίνεση». Έτσι, αποσιωπά – εντελώς ύποπτα – τη

βάρβαρη καταρράκωση της διεθνούς νομιμότητας που προκάλεσε η παραπάνω

στρατιωτική εισβολή στο Ιράκ (από έναν αυτόκλητο «Τζον Γουέιν»).

Επιπλέον, η προκείμενη ομάδα διενεργεί μια κυνική πολιτική στάθμιση και

δέχεται τελικά ότι οι αμερικανικές οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους

πρέπει να είναι υπερήφανες γιατί ένας κτηνώδης δικτάτορας εξαλείφθηκε από τον

κόσμο. Επομένως, ξαναγυρίζουμε ολοταχώς στη συλλογιστική του δίκαιου

πολέμου και στο δικαίωμα των Αμερικανών να εκτοξεύουν μακάβριες

««ανθρωπιστικές» παρεμβάσεις για να εμπλουτίζουν (!) τη γήινη επικράτεια με το

δυτικό μοντέλο της δημοκρατίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μεγάλη ιστορική εφημερίδα που «έριξε» κάποτε τον

Νίξον καλύπτει ολοκληρωτικά τον πιο αναξιόπιστο πρόεδρο των ΗΠΑ (όπως λέει

χαρακτηριστικά ο Ρ. Krugman) και τοποθετεί τον εαυτό της δίπλα στους

δημοσιογράφους – «στρατιωτάκια» του τηλεοπτικού δικτύου Fox News, που

υποστηρίζουν άκριτα την πολιτική της έξαλλης Δεξιάς. Και όλα αυτά γίνονται

όταν όλοι κατανοούν πλέον ότι η στρατιωτική παραμονή στο Ιράκ οδηγεί την

αμερικανική οικονομία σε τραγικά αδιέξοδα. Μάλιστα, από αυτήν την άποψη η

προχθεσινή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι εντελώς απογοητευτική, γιατί

νομιμοποιεί a posteriori την εισβολή στο Ιράκ (μετατρέποντας πλασματικά έναν

στρατό κατοχής σε ειρηνευτική δύναμη, «Welt», 16/10/2003 ).

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Το παραπάνω παράδειγμα της Washington

Post καταδεικνύει, εναργώς, πώς τα μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα μπορούν να

συντηρήσουν στη ζωή μια παραπαίουσα πολιτική εξουσία. Όμως, το ίδιο παράδειγμα

μάς θυμίζει χαρακτηριστικά και αυτό που έλεγε ο J. Barrie: «Ο Τύπος είναι η

μεγαλύτερη ευλογία ή η μεγαλύτερη κατάρα της εποχής μας, αλλά ξεχνώ ποια»!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.