Εάν το 1985 ο A. Παπανδρέου έβαλε φρένο στη φθορά του ΠΑΣΟΚ με μια μεγάλη

«αντιδεξιά» κίνηση (τη μη υποστήριξη του K. Καραμανλή για την Προεδρία της

Δημοκρατίας), ο K. Σημίτης επιδιώκει να ανατρέψει τις δυσμενείς για το κόμμα

του προβλέψεις με ένα ολόκληρο – και, καθώς φαίνεται, συντεταγμένο – πλέγμα

κινήσεων και πρωτοβουλιών. Το ΠΑΣΟΚ έχει ξεκινήσει μια προεκλογική εκστρατεία

που χαρακτηρίζεται, όπως και εκείνη του 1985, από τακτική «θρασύτητα». Τα

ακόλουθα σημεία της είναι άξια υπογράμμισης.

Πρώτον, η αναγγελία της «χάρτας για την πραγματική σύγκλιση» καλείται

να διαψεύσει – έστω και in extremis – την εικόνα ενός κόμματος που μοιάζει να

εκπροσωπεί ένα είδος «σοσιαλισμού των πλουσίων».

Δεύτερον, καθώς το Σύμφωνο Σταθερότητας και το δημόσιο χρέος δεν

επιτρέπουν μεγάλα ανοίγματα, οι παροχές προς τους πολλούς θα είναι

περιορισμένες. Οι κρυφοί άσοι θα αφορούν τον επιχειρηματικό κόσμο. Το πακέτο

του Γ’ ΚΠΣ θα κληθεί να μειώσει την αντιπολιτευτική διάθεση πολλών

επιχειρηματιών. Επιπλέον, υπό εκκόλαψη επιχειρηματικά deals με άξονα μεγάλες

εταιρείες του κρατικού τομέα θα εισφέρουν ζεστό χρήμα στο δημόσιο ταμείο και –

πιθανότατα – θα ανεβάσουν (έχουν ήδη ανεβάσει) το Χρηματιστήριο. H άνοδος θα

ενισχύσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, θα βοηθήσει τις ασθμαίνουσες

οικονομικά μεσαίες τάξεις και θα διαμορφώσει κλίμα ευφορίας (ήδη ορατό στον

οικονομικό Τύπο). Το πιθανό κόστος αυτής της πολιτικής θα είναι η απόδοση σε

ιδιώτες των τελευταίων επιχειρηματικών «φιλέτων» του δημόσιου τομέα, συχνά

έναντι ευτελούς τιμήματος.

Τρίτον, τα μεγάλα και λιγότερο μεγάλα έργα θα λειτουργήσουν σαν βιτρίνα

της κυβερνητικής πολιτικής, θα φέρουν ένα πυρετό εγκαινίων και θα στηρίξουν το

επιχείρημα ότι «η Ελλάδα μεταμορφώνεται».

Τέταρτον, και ως προέκταση των προηγουμένων, το ΠΑΣΟΚ θα αμφισβητήσει,

μάλλον επιθετικά, το στερεότυπο «η κυβέρνηση πετυχαίνει στα μεγάλα,

αλλά αποτυγχάνει στην καθημερινότητα», στερεότυπο που συμβάλλει

καταλυτικά στην κυριαρχία της εκλογικής ατζέντας της N.Δ..

Πέμπτον, οι επιτυχίες του κυβερνώντος κόμματος στην E.E. θα συνδεθούν

με την προσωπικότητα και το «ευρωπαϊκό» leadership του K. Σημίτη. Μπορούμε

βάσιμα να υποθέσουμε ότι η εκλογική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ θα αποδώσει αυξημένη

βαρύτητα στα εθνικά θέματα, όχι τόσο για να μιλήσει γι’ αυτά (συνήθως οι

εκλογές δεν κερδίζονται στα εθνικά), όσο για να επιβάλει, μέσω αυτών, ως ένα

από τα κεντρικά αντικείμενα της αναμέτρησης – εάν βέβαια ο K. Σημίτης

διεκδικήσει μια τρίτη κατά σειρά εντολή – το δίλημμα «Σημίτης ή Καραμανλής;».

Στο ΠΑΣΟΚ γνωρίζουν ότι η περαιτέρω εξασθένηση του κόμματος στις λαϊκές

γειτονιές των πόλεων και στον αγροτικό κόσμο, εξασθένηση που αποτυπώθηκε με

ενάργεια ήδη από το 1996, ισοδυναμεί με βέβαιη εκλογική ήττα. Γνωρίζουν,

επίσης, ότι τα περιθώρια βελτίωσης της επιρροής του στις λαϊκές τάξεις είναι

μικρά. Τα νέα δαρβινικά τείχη που έχουν κτιστεί στις πόλεις (με σημαντική

ευθύνη του ΠΑΣΟΚ) και χωρίζουν πλούσιους και φτωχούς, insiders και outsiders,

δεν «πέφτουν» εν μια νυκτί. Το ΠΑΣΟΚ θα επιδιώξει, συνεπώς, να συντηρήσει την

ισχύ του εκεί που αυτό είναι πιο εύκολο, στα μεσαία στρώματα και σε τμήματα

του κεφαλαίου, και – ταυτόχρονα – να βελτιώσει τους εξασθενημένους δεσμούς του

με τα πληβειακά και ημι-πληβειακά στρώματα της κοινωνίας. Το ΠΑΣΟΚ θα

διεκδικήσει τις εκλογές και ως κόμμα του κράτους (που διανέμει

επ’ ωφελεία δημόσιους πόρους) και ως κόμμα του φιλελευθερισμού (που

αφουγκράζεται τις αγορές και στηρίζει ενεργητικά την ιδιωτική οικονομία) και

ως κόμμα λαϊκό που δεν έχει απολέσει την κοινωνική του ευαισθησία και

την ιστορική του μνήμη. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά η αρχή της μη

αντίφασης δεν αποτελεί συνθήκη του ασκείν επιτυχώς πολιτική. Βεβαίως, τα

προηγούμενα θα αποδειχτούν αποτελεσματικά μόνον εάν το ΠΑΣΟΚ ελέγξει την

πολιτική ατζέντα, ζωτική διάσταση κάθε εκλογικής εκστρατείας που σέβεται τον

εαυτό της, μέσω του συνεχούς ανοίγματος νέων θεμάτων και της δημιουργίας media

events. Σε αυτό επιδίδεται σήμερα με περισσή επιμέλεια η ηγεσία του.

Ο K. Σημίτης έχει μπει σε μια λογική – και ψυχολογία – ισχυρών και «ξαφνικών»

επιτελικών κινήσεων με απώτερο στόχο να ξαναδώσει στο κυβερνών κόμμα την

αίσθηση «φρεσκάδας» και «σφρίγους» που τόσο του λείπει. Υποθέτουμε ότι ο K.

Σημίτης θα «ξανακτυπήσει» – με ίσως μεγαλύτερη «θρασύτητα» – στην τελευταία

φάση της προεκλογικής περιόδου, με σκοπό να εξουδετερώσει τα σημεία υπεροχής

της N.Δ.. Βέβαια, αυτή η τελευταία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη και

διαθέτει πολλά όπλα στη φαρέτρα της. Ωστόσο, η ιδέα ότι το αποτέλεσμα των

εκλογών είναι προδιαγεγραμμένο ανήκει στις γνωστικές παγίδες που ο

Wittgenstein ονόμαζε «ευπρόσιτες πλάνες». H επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα

είναι από τις πιο σκληρές, τις πιο δραματικές και, συγχρόνως, τις πιο καλά

προετοιμασμένες ολόκληρης της μεταπολίτευσης. Σε αυτήν θα φανεί εάν οι

επιτελικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής μπορούν να αναστρέψουν τάσεις της

κοινής γνώμης που έχουν επιβεβαιωθεί με συστηματικότητα, επιμονή και διάρκεια.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο

Πάντειο Πανεπιστήμιο.