Ήρθε στο σπίτι Κυριακή κι είχε στην τσάντα του πολύ μικρά φωνήεντα, αλλά τα

έλεγε φυτά. Κι άλλα ονόματα τους έδινε – περίεργα, λατινικά, κάποια γνωστά και

κάποια ξενικά. Άνοιξε τα τσεπάκια κι αράδιασε δεκάδες απ’ αυτά. Χρώματα

απλώσανε και μυρωδιές και σπόροι και κλαδάκια και ρίζες και βολβοί κι ανθάκια

τόσα δα – φωνήεντα όλα, καθαρά.

Με ξάφνιασε! Θέλησα απότομα να κλείσω μάτια κι αυτιά. Με ζάλισε! Πού να βρω

άκρη με τόσα τόσα δα μικρά; Με τρόμαξε! Ποιος να φροντίσει τόσα φωνήεντα από

αλφάβητα γνωστά και άλλα παλαβά; Με τρέλανε! Πώς να τα κρατήσεις καθαρά; Πώς

να τονίσεις, πώς να δείξεις, πώς να φωτίσεις; Ποια; Άρχισαν μουτζούρες κι

εφιάλτες να έρχονται μπροστά. Κι αν κάνω λάθος; Κι αν ξεχαστώ; Κι αν δεν

μπορέσω; Κι αν δεν αντέξω; Σα να το έβλεπα εκεί. Σα να την ξαναζούσα τη στιγμή

με το χαρτί που σκίζεται κάτω από πίεση, κάτω απ’ την άγρια μανία που ξεφυσά η

μπλε πλευρά της γομολάστιχας, για να διορθώσει, για να σβήσει, ν’ αφήσει χώρο.

Μα τελικά τρυπά και καταστρέφει ό,τι έχεις γράψει, χτίσει, λύσει, ζωγραφίσει.

Όχι! Όχι ξανά!

Ήρθε στο σπίτι Κυριακή. Κάτι με κράτησε και του είπα να σταθεί για μια στιγμή.

Έναν καφέ να πιει, να περιμένει λίγο πριν φυτέψει ή πριν μαζέψει πάλι στην

τσάντα τα φωνήεντα και ξαναβγεί στην αγορά. Έναν καφέ και μια κουβέντα – μια

ιστορία να του πω για ένα παιδί που είχε φόβο πάντα για φωνήεντα – φυτά. Μια

αγωνία πως δεν αρκούν οι ώμοι του να τα σηκώσει, να τα φροντίσει, να τα

κρατήσει ζωντανά. Έμεινε. Για ν’ ακούσω στην απάντηση τι γίνεται μετά. Ποια

γέφυρα περνά στη δύναμη, τη σιγουριά, τη γιατρειά. «Σε μια επέτειο

ενηλικίωσης», μου είπε, «έμαθα να φροντίζω τα φυτά. Στα ξαφνικά. Όμως

πεισματικά. Θέλει γλυκιά αγριάδα, θέλει δουλειά, χρόνο πολύ κι υπομονή. Να τα

σκαλίζεις, να τα κλαδεύεις… Τα φυλλαράκια τα ξερά, να τα πετάς. T’

αρρωστημένα δεν τα κρατάς. Ένα – ένα τα μαζεύεις και τα πετάς. Λίπασμα

γίνονται, αν τ’ αγαπάς».