Πριν από λίγο καιρό, κάποιοι διάσημοι Αμερικανοί καθηγητές από το Harvard και

το Princeton διατύπωσαν την εξής περίεργη άποψη. Δηλαδή, ότι οι ευφυείς (αλλά

συντηρητικοί) φοιτητές τους συναντούν πολλές δυσκολίες για να επιλέξουν μια

ακαδημαϊκή καριέρα, γιατί αρκετά Τμήματα των παραπάνω Πανεπιστημίων έχουν

«αλωθεί» ουσιαστικά από τους αριστερούς διανoούμενους («Ν.Υ. Times»,

27-9-2003).

Έκανα αυτή την παράδοξη εισαγωγή, για να καταδείξω σημειολογικά ότι τα

Πανεπιστήμια τούτα εξακολουθούν να αποτελούν δραστήριες «κοινότητες» (παρά τις

ιδεολογικές αντιπαλότητες που ενυπάρχουν σ’ αυτά). Άραγε, τα δικά μας ιδρύματα

συνιστούν τέτοιες συγκροτημένες «κοινότητες»;

Μέσα σ’ αυτό το γενικότερο πλαίσιο, πρέπει να τονίσουμε ανεπιφύλακτα ότι στην

πρόσφατη επιφανειακή διαμάχη για το μισθολόγιο των καθηγητών βιώσαμε μια

απίστευτη εικονικότητα και από τις δύο πλευρές. Τι εννοώ; Γίνεται συχνή και

μονοσήμαντη αναφορά στην αναγκαιότητα αριθμητικής αύξησης των πανεπιστημιακών

μισθών. Όμως, κανείς δεν αναφέρεται – εντελώς ύποπτα – σε ένα άλλο δομικό

πρόβλημα. Δηλαδή, στην έντονη ετεροαπασχόληση μιας μεγάλης μερίδας των Ελλήνων

καθηγητών, γεγονός το οποίο μεταλλάσσει δραματικά τα ιστορικά δεδομένα του

επίμαχου προβλήματος.

Έτσι, πιστεύω ότι συνιστά απαράδεκτη ιδεολογική ακροβασία να αντιμετωπίζουμε

ομοιόμορφα δύο εντελώς οριοθετημένες (από ταξική άποψη) κατηγορίες. Δηλαδή,

εκείνους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους που επέλεξαν να ασκούν πρωταρχικά

ελεύθερο επάγγελμα (και να «περνούν» απλώς από τις πανεπιστημιακές αίθουσες

για να κάνουν κάποιες ώρες μαθημάτων). Και τους άλλους, που είναι ολοκληρωτικά

αφοσιωμένοι στο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι και έχουν ως μόνη πηγή εισοδημάτων την

κρατική μισθοδοσία.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η οποιαδήποτε αριθμητική αύξηση (του 7% ή 20%) δεν

επενεργεί καθόλου στο οικονομικό status του καθηγητή της Νομικής, που

θεωρείται (απαράδεκτα βέβαια) ως πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης (! ),

ενώ δραστηριοποιείται ταυτόχρονα και στη νομική υπηρεσία κάποιας Τράπεζας (ή

ασκεί «τρελή» δικηγορία).

Για την ολοκληρωμένη σύλληψη αυτής της θεσμικής ανωμαλίας θα πρέπει, βέβαια,

να αποκαλύψουμε και τις στρεβλωτικές διαταραχές που προκαλεί η ετεροαπασχόληση

πάνω στην ορθολογική οργάνωση της αγοράς εργασίας των μηχανικών (ή των

δικηγόρων), αφού οι ελευθεροεπαγγελματίες-καθηγητές χρησιμοποιούν

«ανταλλακτικά» τον ακαδημαϊκό τους τίτλο για να «αρμέγουν» άλλες υποθέσεις.

Επομένως, αν επιθυμεί πραγματικά το προοδευτικό κίνημα των διδασκόντων να

περισώσει τον δημόσιο χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι αναγκαίο

να επεξεργασθεί καλύτερα τις παραπάνω βασανιστικές ενδοαντιθέσεις. H λογική

του ενιαίου μετώπου (ή του μεταμοντέρνου τσουβαλιάσματος) εκκολάπτει

στρατηγικά αδιέξοδα, γιατί δεν έχουμε όλοι το ίδιο όραμα για το Πανεπιστήμιο

και την κοινωνία. Έτσι, η πρόσφατη απεργιακή κινητοποίηση πρέπει να

αξιολογηθεί εντελώς αρνητικά – από αυτή την άποψη – γιατί δεν πρόβαλε δυναμικά

τα αξονικά τούτα ζητήματα.

Επιπλέον, η παραπάνω «ελευθεροεπαγγελματικοποίηση», όχι μόνο οδηγεί στην

υποβάθμιση του παρεχόμενου διδακτικού έργου, αλλά και αποτρέπει δυσάρεστα την

παραγωγή διανοουμένων, οι οποίοι θα λειτουργούν με τον εκπληκτικό τρόπο που

έχει σκιαγραφήσει ο Ε. Said (Διανοούμενοι και εξουσία, 1997). Δηλαδή, ως

ανεξάρτητες πνευματικές προσωπικότητες που θα καυτηριάζουν τις παραβιάσεις της

διεθνούς νομιμότητας κ.λπ.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι απαραίτητο η ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα να

συμβάλλει στην «αυτοκάθαρσή της», γιατί το δημόσιο Πανεπιστήμιο περνάει

δύσκολους καιρούς σε παγκόσμια κλίμακα («Ν.Υ, Times», 2.10.2003). Όμως, και η

πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πρέπει να πει το mea culpa και να

καταργήσει τη «ρύθμιση Αρσένη», που νομιμοποίησε την ολέθρια ιδεολογία της

«ελευθεροεπαγγελματικοποίησης». Ο οραματικός στόχος είναι γνωστός: H κυοφορία

μιας καθηγητικής βαθμίδας που θα έχει αποκλειστική απασχόληση (με αυξημένες

αποδοχές και προτεραιότητα στη διοίκηση των ιδρυμάτων).

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Το ζήτημα των πανεπιστημιακών αμοιβών

δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι βαθιά συντηρητική.

Όπως λέει χαρακτηριστικά ο L. Thurow: «Οι δεξιότητες των ανθρώπων θα είναι το

μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα των κοινωνιών του 21ου αιώνα. Το μεγάλο ταξίδι

προς τη γνώση αρχίζει». Άραγε, το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα επιχειρήσει τις

επίμαχες θεσμικές τομές που χρειάζεται, για να πραγματοποιήσει αυτό το δύσκολο

και γοητευτικό ταξίδι; Κανένας δεν ξέρει.

O Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.