Παράλιος Πόντος Περιφέρεια Κερασούντας Γκετσίτ (Κουσκάγιας)

Το χωριό Γκετσίτ ήταν οικισμός με Έλληνες μόνον κατοίκους, σε πλαγιά, σε

κοιλάδα, κοντά στον ποταμό Vanazit Dere, και σε υψόμετρο 600 περίπου μέτρων

(τμήμα Κεσάπ). Το Γκετσίτ είχε μουδουρλίκι το Κεσάπ (16 χλμ. N-NA),

καϊμακαμλίκι την Κερασούντα (21,5 χλμ. NA), μουτεσαριφλίκι και βαληλίκι την

Τραπεζούντα. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλδίας, με έδρα μητροπολίτη

την Αργυρούπολη (86 χλμ. ΒΔ). Στο χωριό κατοικούσαν 40 περίπου οικογένειες

Ελλήνων.


«γιατί, να σου πω, είχαμε και… φίλους Τούρκους…»

(Μαρτυρία Δημητρίου Σπ. Τσαπακίδη)

Πόντιοι αντάρτες. Το ποντιακό αντάρτικο στην ακμή του ήταν μοιρασμένο σε 300

ομάδες με ξεχωριστούς καπετάνιους

Επτά χρονώ ήμουνα. Τέλειωνα την πρώτη Δημοτικού, καλοκαίρι του 1916. Μια μέρα,

Ιούλιος μήνας ήταν, έπεσαν απάνω μας οπλισμένα στίφη Τούρκων, άνδρες,

γυναίκες, παιδιά. Όπως προχώρησαν οι Ρώσοι προς τον Χαρσιώτη ποταμό, οι

Τούρκοι αυτοί οπλίστηκαν και με τις οικογένειές τους άφησαν τα χωριά τους κι

έπεσαν στα δικά μας τα χωριά. Άρπαξαν, λεηλάτησαν, αχρήστευαν, ατίμασαν.

Τον ίδιο χρόνο όχλος και κυβερνητικές δυνάμεις της Τουρκίας αδειάζουν πρώτα

τις αποθήκες μας για τον στρατό τους και συνέχεια ανοίγουν σπίτια. Παίρνουν τα

ρούχα μας, παίρνουν τα εργαλεία μας, παίρνουν τα σκεύη μας. Περνούμε στον

Δεκέμβριο. Με βρισιές, με κλωτσιές, με ξυλοδαρμούς, μας πετούν από τα σπίτια

μας γέρους και νέους, γυναίκες, βρέφη, γερούς και αρρώστους, σακάτηδες και

τυφλούς, μας πετούν από τα σπίτια μας κι είναι χειμώνας! «Εμπρός, τραβάτε!».

Εξορία! Προχωρούμε πέντε χιλιόμετρα δρόμο την ημέρα. Περπατούμε με βροχή και

με χιόνια. Κοιμόμαστε πότε σε στάβλους πάνω στις κοπριές, πότε στο ύπαιθρο

πάνω σε χιόνια. Περπατούμε και πέφτουμε από την αδυναμία. Κι η ψείρα πιπιλίζει

το αίμα μας. Βρίζουν και μας χτυπούν με το μαστίγιο και τον υποκόπανο, και μας

κλωτσούν και μας φτύνουν.

Μετά από δέκα μέρες εξορίας άρχισε ένας-ένας να πεθαίνει. Θάβαμε τους

πεθαμένους και προχωρούσαμε. Μια μέρα φτάσαμε στο χωριό Κότσασαρ, έξι ώρες έξω

από τη Σεβάστεια. Εκεί διανυχτερεύσαμε. Το πρωί οι νεκροί μας ήσαν σαράντα.

Μας διάταξαν να τους θάψομε σε κοινούς λάκκους. Δεν προφτάναμε. Την άλλη μέρα,

άλλοι τόσοι νεκροί. Μέχρι να τους θάψομε, πέθαιναν άλλοι, πιο πολλοί. Δε μας

σηκώσαν πια απ’ αυτό το μέρος. Μείναμε σ’ αυτό το χωριό. Δεν προφταίναμε να

μετακινηθούμε. Οι νεκροί ήσαν πολλοί κι έπρεπε να τους θάψομε. Μείναμε λίγοι,

πολύ λίγοι. Ελάχιστοι μείναμε ζωντανοί, τόσο λίγοι και σε τέτοια χάλια, που

μας άφησαν ελεύθερους.

Κανένας δεν μας βοήθησε, όσο ήμασταν στην εξορία. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε,

ντυνόμασταν με κουρέλια. Πολλές φορές πέθαινε η μάνα και κρατούσε ακόμη το

βρέφος της αγκαλιά. Τώρα, το έπαιρνε ο πατέρας να το φροντίσει. Γιατί σου τα

λέω όλα αυτά; Να, για να δεις, πόσο βασανίστηκα εγώ στα μικρά μου χρόνια, εφτά

χρονώ παιδί, τι είδανε τα μάτια μου εκεί στην εξορία. Πόσο τρομερά, τόσο

πολλά, που γυρίσαμε ζωντανοί στο χωριό μόνο τα δύο δέκατα από τους κατοίκους.

Κι από παιδιά, μόνο εγώ. Δεν έβρισκα παιδί να μιλήσω, δεν έβρισκα παιδί να

παίξομε, να γελάσομε μαζί.

Είχαμε γυρίσει το καλοκαίρι. Από την οικογένεια τη δική μας, δώδεκα άτομα,

επέστρεψα εγώ, η μητέρα μου και ο ξάδελφός μου. Στα σπίτια μας βρήκαμε

Τούρκους. Μας βοήθησε η αστυνομία και τα πήραμε. Τούρκοι είχαν σπείρει τα

χωράφια μας. Με συμβιβασμό μας έδωσαν πέντε, δέκα τοις εκατό από το εισόδημα.

Πώς να ζήσομε; Κείνο τον χειμώνα, ’18-’19, πεινάσαμε.

Τον Γενάρη του 1921 άρχισαν να μαζεύουν τους Χριστιανούς. Εμάς δεν μας

πείραξαν. Ποιον να πάρουν; Εγώ ήμουνα παιδί. Στα 1922, με την Ανταλλαγή,

κατεβήκαμε στην Κερασούντα. Πάντα, όσο να φύγομε με το καράβι, είχαμε το φόβο

των Τούρκων, των φανατισμένων Τούρκων, γιατί να σου πω, είχαμε και καλούς

Τούρκους, φίλους Τούρκους, Τούρκους που μας ζητούσαν να μείνομε. Τούρκους που

μας συνόδεψαν ως το καράβι, Τούρκους που μας έβαλαν κάμποσα χρήματα στο χέρι

για τα έξοδα του ταξιδιού.

(Χαρά Λιουδάκη, 28.9.1962)