Κεντρική – Νότια Μικρασία Καππαδοκία Τσελτέκ

Το Τσελτέκ είναι χωριό που βρίσκεται 11,5 χλμ. NA του Άκσεραϊ, 19,5 χλμ. Δ-ΒΔ

του Γκέλβερι, έξω από τα βορειοδυτικά κράσπεδα του δυτικού Μελεντίζ (ορεινό

συγκρότημα Χασάν Νταγ – Μελεντίζ Νταγλαρί). Πρόκειται για αποικία του Μιστί.

Οι κάτοικοί του ήταν στα 1924 Έλληνες ελληνόφωνοι (104 οικογένειες ­ 512

άτομα). Το Τσελτέκ ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν απευθείας στο καϊμακαμλίκι

της Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου. Εκκλησιαστικά το Τσελτέκ ανήκε στη

Μητρόπολη Ικονίου. Είχε συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.



Κρίμας σας! Εσείς θα χάσετε εμάς κι εμείς εσάς!

(Μαρτυρία Θεολογίας Τερζή-Καρασσάβα, Άγ. Αθανάσιος Δράμας –

αποσπάσματα)

Ανιχνευτές στο δάσος του Ουτς Σαράι («Χρονικό Μικρασιατικού

Πολέμου,1919-1922») – Στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος. Αρχιστράτηγος της

Στρατιάς της Μικράς Ασίας (Φωτογραφικό αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Σαράντα χρόνια ήρθα εδώ, σαράντα χρόνια γιατρό δεν είδα. Καλά αμπέλια,

μποστάνια είχαμε [εδώ συγκινείται και κλαίει]. Εδώ ήρθα, όλο γιατρούς έχω. Αχ!

πώς ζήσαμε, πώς περάσαμε! Τέσσερα στρέμματα μεγάλα αμπέλι φέρισκαν εφτά κάρα

σταφύλια!

Πολύ καλά περνάγαμε με τους Τούρκους. Να ζήσουν Τούρκοι μας!

Όταν θέλαμε να φύγουμε, τριάντα σπίτια αδειάσαμε για να κάτσουν Τούρκοι [οι

πρόσφυγες]. Αυτοί κακοί ήταν. Ό,τι κοίταζαν, το πέρισκαν, ρούχα, πιάτα. Μας

έλεγαν: «Εσύ θα φύγεις, τι θα τα κάνεις;». Οι γυναίκες φοβόταν να βγουν έξω.

Οι άλλοι Τούρκοι έρχοταν στο χωριό μας, πούλισκαν, αγόραζαν, έλεγαν: «Γκιαούρ

γκισλαρί γκετμιγί ορά περισά ολατζάκ σουνούς», δηλ. «Ελληνίδες μην πηγαίνετε

εκεί, σαν το χωριό μας καλύτερο μέρος δε θα βρείτε. Εσείς θα πάτε εκεί και

αυτοί θα έρθουν εδώ και δε θα μπορέσουμε να ταιριάξουμε. Να μην πάτε εκεί, θα

πισμανέψετε*».

Όλα τα ζώα μας πήραν Τούρκοι και ντόπιοι και πρόσφυγες με λίγα λεφτά. Πολλά

πράματα πήραν!

Όταν μάθαμε πως θα φύγουμε, κλάματα, κλάματα! Κανένας δεν ήθελε να φύγει!

Πήγαμε δύο μήνες στο Άκσεραϊ. Οι Τούρκοι λέγανε: «Κρίμας σας! Εσείς θα χάσετε

εμάς κι εμείς εσάς!».

Στο Άκσεραϊ κάτσαμε στου Κουλισάν το σπίτι. Πήγαμε στο Έρεγλι. Το τιρέν

[τρένο] δεν το ξέραμε. Το αυτοκίνητο λέγαμε: «Τι πράμα είναι αυτό;». Ποδήλατο

είδε πρώτη φορά η νύφη της στην Αξό. Της το είπαν σεϊτάν βαπόρ.

Τα τρένα ήταν όλα γεμάτα. Στη Μερσίνα, στ’ αλώνια, όλο τσαντίρια ήταν.

Καθόνταν σε τσαντίρια και σε δέντρα από κάτω. Ήταν 15 Μαΐου. Το βαπόρι μας

έβγαλε στον Πειραιά. Μας κόψανε τα μαλλιά. Μας πήγανε σ’ ένα αντά [νησί] σε

τσαντίρια τρεις μήνες. Τι να σε πω, σε μέρος κοντά στη θάλασσα. Εκεί δώσαν μας

τσαντίρ’, δυο μήνες έκατσαμ’. Από κει πήγαμ’ στο Βόλος. Μείναμε τρεις

βδομάδες. Ο νοικοκύρης μας ήταν εδώ [στον Άγ. Αθανάσιο], ήρταμ’. Κοιτάζαμ’ τ’

αυτοκίνητα, θαυμάσκαμ’.

Βαπόρι δεν ξέραμε. Στο δρόμο μας έπιασε η θάλασσα, φοβόμασταν. Πέθαιναν τρεις

τέσσερις κάθε μέρα. Ερχόταν ο γιατρός και μας έβλεπε.

Στη θάλασσα μέσα λέγαμε: «Ξέβαλέ μας, θα πεθάνουμε!». Ένα παιδί, πόναγαν τα

μάτια του, αναχωριάστη άκρη άκρη, έπεσε στη θάλασσα. Κατέβηκαν, αλλά ταύρισεν

στο βαπόρι από κάτω. Ήμαστε στο λιμάνι μέσα. Το πρωί βγήκε το πτώμα.

Οκτώβριος 1954

* Θα μετανιώσετε