Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για τις σχέσεις μεταξύ του

Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο πολύς κόσμος, που

δεν γνωρίζει την ιστορία και την εκκλησιολογία του θέματος, δεν μπορεί να

παρακολουθήσει τη συζήτηση και μάλιστα θεωρεί ότι πρόκειται για ανωφελείς

συζητήσεις και προσωπικές αντιπαραθέσεις. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως

παρουσιάζονται. Για τον σκοπό αυτό στη συνέχεια θα υπογραμμίσω μερικά σημεία

για την κατανόηση του θέματος.

1. Οι σχέσεις μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Ελλάδι και του

Οικουμενικού Πατριαρχείου διέπονται από τον Συνοδικό Τόμο του 1850 και τις

Πατριαρχικές Πράξεις των ετών 1866, 1882 και 1928.

2. Με την κήρυξη της Επαναστάσεως του 1821 έως το 1833 οι Αρχιερείς της

Ελλάδος, οι οποίοι μέχρι τότε υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαν

δυσκολία να επικοινωνήσουν με αυτό και βρίσκονταν σε μια διάσταση μαζί του,

χωρίς να ανεξαρτητοποιηθούν από αυτό. Όμως το 1833 ανακηρύχθηκε η Εκκλησία της

Ελλάδος, αυτογνωμόνως και πραξικοπηματικώς, ως Αυτοκέφαλη με την επέμβαση

εξωτερικών παραγόντων, της Βαυαροκρατίας και την αναγκαστική συμφωνία των

υπαρχόντων τότε Ιεραρχών, χωρίς τη συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ανεγνώρισε αυτήν την πραξικοπηματική ενέργεια,

με αποτέλεσμα η Εκκλησία της Ελλάδος να βρίσκεται σε μια σχισματική κατάσταση

για δεκαεπτά χρόνια.

3. Το 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την παρέμβαση της Ελληνικής

Πολιτείας ανεκήρυξε ως Αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς να

αναγνωρίει την υπάρχουσα έως τότε κατάσταση (1833 – 1850), αλλά με βασικούς

όρους και απαραίτητες προϋποθέσεις. Μεταξύ των όρων ήταν ότι η Εκκλησία της

Ελλάδος θα διοικείται από Διαρκή Ιερά Σύνοδο, της οποίας πρόεδρος θα είναι ο

εκάστοτε Μητροπολίτης Αθηνών και ότι οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος

θα μνημονεύουν κατά τις Θείες Λειτουργίες την Ιερά Σύνοδο ως ανωτάτη

εκκλησιαστική αρχή, καθώς επίσης η Εκκλησία θα διοικείται ελεύθερη από

πολιτικές σκοπιμότητες.

4. Το έτος 1866 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με ειδική Πατριαρχική Πράξη

παρεχώρησε κατ’ αφομοίωσιν τις Μητροπόλεις της Επτανήσου στην Αυτοκέφαλη

Εκκλησία της Ελλάδος. Το κατ’ αφομοίωσιν σημαίνει ότι θα ισχύει και γι’ αυτές

ό,τι ακριβώς προβλέπει ο Συνοδικός Τόμος του 1850.

5. Το έτος 1882 το Οικουμενικό Πατριαρχείο με άλλη Πατριαρχική Πράξη

παρεχώρησε και πάλι κατ’ αφομοίωσιν τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και μερικών

τμημάτων της Ηπείρου.

6. Μετά τους νικητήριους Βαλκανικούς Αγώνας 1912 – 1913 δημιουργήθηκε

το πρόβλημα πώς θα διοικούνται οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου στη

Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που

ονομάσθηκαν «Νέες Χώρες», διότι έτσι τις είχαν χαρακτηρίσει πολιτικοί

παράγοντες. Έγιναν πολλές διεργασίες από το έτος 1914 έως το 1928 για τον

τρόπο διοικήσεώς τους, προτάθηκαν πολλά σχήματα, όπως παραχώρηση κατ’

αφομοίωσιν στην Εκκλησία της Ελλάδος, δημιουργία ημιαυτόνομης Εκκλησίας. Και

τελικά – μετά από εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου –

με την Πατριαρχική Πράξη του 1928 το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε τα

τμήματα αυτά στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, όχι κατ’ αφομοίωσιν, αλλά

«επιτροπικώς». Με αλληλογραφία που διεξήχθη το 1929 μεταξύ του τότε

Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Βασιλείου

διευκρινίσθηκε ότι το «επιτροπικώς» ερμηνεύεται «υπό τύπον προσωρινότητος» και

ότι οι Αρχιερείς του Πατριαρχικού Θρόνου στην Ελλάδα (Νέων Χωρών) θα

μνημονεύουν κατά τη Θεία Λειτουργία του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου,

ως ανωτάτης πνευματικής τους Αρχής και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της

Ελλάδος, ως διοικητικής τους Αρχής, καθώς επίσης έγιναν τροποποιήσεις σε

μερικούς όρους.

7. Τρεις φορές επιχειρήθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος η αλλαγή

διαφόρων όρων των επισήμων αυτών Πατριαρχικών Κειμένων, ήτοι του Συνοδικού

Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928.

H πρώτη προσπάθεια αλλαγής έγινε από την Ιεραρχία του 1923, επί της

Αρχιεπισκοπείας του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου για την αλλαγή της μνημονεύσεως

από τους Αρχιερείς, δηλαδή αντί να μνημονεύουν την Ιερά Σύνοδο, όπως λέγει ο

Συνοδικός Τόμος του 1850, να μνημονεύουν το όνομα του Αρχιεπισκόπου. H δεύτερη

προσπάθεια έγινε από την Μείζονα Σύνοδο το 1941, επί Αρχιεπισκοπείας

Δαμασκηνού Παπανδρέου, πάλι για τη μνημόνευση του ονόματος. H τρίτη προσπάθεια

έγινε την περίοδο 1967 – 1974 επί Αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου για την αλλαγή του

τρόπου συγκροτήσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αντίθετα από ό,τι προέβλεπε η

Πατριαρχική Πράξη του 1928.

Και τις τρεις φορές δεν επετεύχθη αλλαγή. Τις μεν δύο πρώτες φορές, διότι μετά

την αντίδραση των Ιεραρχών απέσυραν τη συζήτηση οι δύο κατά τους χρόνους

εκείνους Αρχιεπίσκοποι, την δε τρίτη φορά, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας

ακύρωσε την απόφαση της Ιεραρχίας με την οποία εξελέγησαν τα Μέλη της Διαρκούς

Ιεράς Συνόδου και δεν τηρήθηκε ο όρος της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928.

8. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή,

διότι σαφώς επιθυμεί τη διατήρηση των όρων των επισήμων αυτών Πατριαρχικών

Κειμένων. Μάλιστα, απέστειλε στην Εκκλησία της Ελλάδος, κατά καιρούς, σοβαρά

έγγραφα, στα οποία φαίνεται καθαρά η επιθυμία του να τηρηθούν απαρασαλεύτως οι

όροι του Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928.

9. Επανειλημμένως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και ο Οικουμενικός

Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν καμία αλλαγή στα

Πατριαρχικά αυτά Κείμενα. Άλλωστε αυτό έχει το δικαίωμα να εκδίδει τις Πράξεις

και να τις αίρει. Τόσο το Πατριαρχείο όσο και η Εκκλησία της Ελλάδος έχουν

δηλώσει στο παρελθόν ότι τα κείμενα αυτά είναι «ιερά» και «θεμελιακά». Το ότι

το Πατριαρχείο επιμένει να μη γίνει καμία αλλαγή φαίνεται από το ότι δεν

εκμεταλλεύθηκε προς ίδιον όφελός του όταν το 1987 η Εκκλησία της Ελλάδος

επρότεινε την άρση του Αυτοκεφάλου. Νομίζω ότι εάν η Εκκλησία της Ελλάδος

δηλώσει και εκείνη ότι δεν επιθυμεί καμία αλλαγή στα κείμενα αυτά, όπως το

έχει δηλώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε θα αμβλυνθούν όλες οι διαφορές.

10. Επειδή κατά καιρούς αναφύονται διάφορα θέματα στις σχέσεις μεταξύ

των δύο Εκκλησιών, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται καθ’ έκαστον έτος από

διμερείς Επιτροπές, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται κληρικοί και λαϊκοί που

είναι βαθείς γνώστες των προβλημάτων και διαθέτουν νηφαλιότητα και διάκριση.

11. H Εκκλησία της Ελλάδος είναι Αυτοκέφαλη, αλλά με ιδιαίτερες και

σαφείς προϋποθέσεις – όρους, καθώς επίσης διοικεί τις Μητροπόλεις του

Οικουμενικού Θρόνου εν Ελλάδι πάλι με σαφείς όρους. Και, βέβαια, πρέπει να

συνεργάζεται στενά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την επίλυση των διαφόρων

εκκλησιαστικών υποθέσεων που ανακύπτουν, έχοντας υπόψη της τους

εκκλησιολογικούς και όχι μόνον εθνικούς κινδύνους που προέρχονται από τους

διαφόρους εθνικισμούς, οι οποίοι είναι οι σύγχρονες «αιρέσεις» της Ορθοδόξου

Εκκλησίας, διότι συρρικνώνουν την οικουμενικότητα και διασπούν την ενότητά

της.

12. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένας ευλογημένος θεσμός που

κατοχυρώθηκε από τους Πατέρες Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και η Εκκλησία της

Ελλάδος είναι μια ζωντανή Εκκλησία που έχει μεγάλη θεολογική, μοναχική και

ποιμαντική παράδοση. Επομένως, οι διενέξεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών αποτελούν

«πολυτέλεια» για την εποχή μας με τα τόσα πνευματικά, κοινωνικά και

εθνικιστικά προβλήματα.