Να τελειώνουμε με τα διορθωτικά στην πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση απασών των

συλλογών του Οδυσσέα Ελύτη από τον εκδοτικό οίκο Ίκαρος (2002): Με το στοίχημα

που βάλαμε στην αμέσως προηγούμενη επιφυλλίδα, ν’ ανιχνεύσουμε έντονα τροπικά

φαινόμενα περιοριζόμενοι στους πρώτους και τελευταίους τυπογραφικούς στίχους

του δεύτερου τόμου των πεζών του ποιητή «Εν λευκώ», καταδείχτηκε, πιστεύω, ότι

τα «αναγραμμα(τισ)τικά παίγνια», όπως έλεγαν οι παλαιότεροι αφθονούν στη γραφή

και στον λόγο του Ελύτη. Μου έχει δοθεί άλλοτε η ευκαιρία να επισημάνω ότι ο

ποιητής δεν δίσταζε, μετά την εισβολή της δομολογίας στη χώρα μας, στον βαθμό

που αυτή συντελέστηκε, να (παρα)κολουθεί και να συναγωνίζεται σε

ευρηματικότητα κατά πολύ νεώτερους ομοτέχνους του. Ότι η διάθεση αυτή που

βέβαια κρύβει όχι μικρούς κινδύνους – ούτε ο Ελύτης απέφυγε κάποιες ευκολίες –

εμφανίζεται εντονότερη στα υστερότερα και όψιμα κείμενά του δεν θέλει ρώτημα.

Στη μεταθανάτια συλλογή «Εκ του πλησίον», η οποία σε κάποια σημεία εγείρει

εκδοτικά απορήματα, βρίσκουμε όχι μόνο τερπνούς αναγραμματισμούς (π.χ. «το εν

είδει ρόδου προκαλεί δώρον που δεν έκανα»), αλλά και λέξεις που μολονότι χωρίς

ιδιαίτερα ποιητική αίγλη μεταμορφώνονται από υποκρυπτόμενους αναγραμματισμούς

(και «ανασυλλαβισμούς»).

Έτσι στη λέξη «λαμαρίνα» («η λαμαρίνα η ασημιά») δεν βλέπει κανείς με το αυτί

και δεν ακούει με το μάτι (κατά συναισθησία) μόνο το ανθρωπωνύμιο «Μαρίνα» από

τα προσφιλέστερα ονόματα γυναικών στην ποίηση του Ελύτη, εκτός εάν πάσχει από

αυτό που ο ίδιος ο ποιητής στη συνέντευξή του στον Γ. Πηλιχό αποκαλεί

«ποιητική βαρηκοΐα», αλλά και «ανασυλλαβίζοντας» τη λέξη «ρίμα» και άλλες

πολλές (!). Δυστυχώς δεν αξιώθηκα να βάλω, στα σοβαρά, μπροστά ένα λεξικό

πολλαπλών «εγγραμμάτων» σε λέξεις και φράσεις της ελληνικής που είχα υποσχεθεί

στους περί τον Στέφανο Κατή εκδότες και συντάκτες του περιοδικού «Φωνήεν». Ένα

τέτοιο λεξικό, εάν πράγματι δεν υπάρχει, θα ήταν χρησιμότατο σε φιλολόγους,

κριτικούς, θεωρητικούς της ρητορικής και της ποίησης, ψυχαναλυτές πρωτίστως,

διαφημιστές, άσπονδους φίλους της ποίησης και σε φιλόδοξους διορθωτές,

ασφαλώς. Αρκετά όμως για το δεύτερο από τα πάθη που καθιστούν όχι πάντοτε

νηφάλιο τυπογραφικό επιμελητή τον Γιάννη Χάρη.

Το πρώτο και ισχυρότερο, αληθινά κόκκινο πανί, είναι το σχήμα του πλεονασμού

και ξεχωριστά το «απ’ ανέκαθεν» ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο ορθό από πολλά

άλλα. Δεν θα μετέφερα εδώ το ψιθυριζόμενο στη μικρή μας αγορά, ότι ο

επιφανέστατος επιμελητής έφαγε, που λένε, τα αυτιά του Ελύτη για να απαλείψει

την πρόθεση «από» στην αναιτίως ατυχή επιρρηματική φράση, εάν δεν το

ανομολογούσε ο ίδιος στο άρθρο τής 28-29 Ιουνίου 2003 (στήλη β’ και σημείωση).

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αποδώσουμε ευθύνες στους γραμματικούς,

γλωσσολόγους και λεξικογράφους εκείνους – αδυνατώ να εξαιρέσω τον καθηγητή Γ.

Μπαμπινιώτη – οι οποίοι στο όνομα Κύριος οίδεν ποιανής άκαιρης «ορθότητας»

στρώνουν στο κυνήγι άλλοτε το αναφορικό «που», άλλοτε το εκφραστικότατο «σαν»

και όλως αδικαιολόγητα το καταχρηστικά θεωρούμενο πλεοναστικό «απ’ ανέκαθεν»

που το τοποθετούν στην κατηγορία του «γλωσσικού σφάλματος» (!) καταπτοώντας

τους χρήστες της ελληνικής, ομιλητές και γραφιάδες.

Όλα αυτά θα μπορούσαν να παραβλεφτούν, εάν δεν συνέβαινε ο επιχειρούμενος (και

αναπόφευκτος) εξαμερικανισμός των εκδοτικών μας ηθών και πραγμάτων να

επεκτείνεται, με γνώμονα το ύφος, όπως πρεσβεύει παγίως, παρά τα καιρούς

συμμαζέματα, ο Γ. Χάρης, και σε «πρωτότυπα ποιητικά έργα» ή σε άλλη γλώσσα στο

«κείμενο – κορμί» των ποιητών (βλ. «TA NEA», 31.5-1.6.2003, σ. 35/11, στ. γ’).

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.