H συζήτηση που έχει έως τώρα διεξαχθεί, με αφορμή την κυβερνητική πρόταση για

την αλλαγή του εκλογικού νόμου, δεινοπαθεί από ορισμένες στάσεις που τη

δυσχεραίνουν καθοριστικά, αν δεν την κάνουν αδύνατη. H πρώτη είναι της N.Δ., η

οποία επικαλούμενη τη χρονική εγγύτητα των προσεχών εκλογών, αρνείται να

προσέλθει στον διάλογο, επιδεικνύοντας έναν πρωτοφανή αντιπολιτευτικό

αρνητισμό, αφού παρ’ ότι η συζήτηση είναι πράγματι τραγικά καθυστερημένη ο

εκλογικός νόμος δεν θα εφαρμοσθεί στις προσεχείς εκλογές αλλά σε αυτές του

2008. H δεύτερη είναι μια δογματική προσκόλληση στην απλή αναλογική, η οποία

είτε οδηγεί στην άρνηση ακόμα και της συμμετοχής στον διάλογο είτε στη

«μεσοβέζικη» στάση της συμμετοχής αλλά όχι της συζήτησης (!) και, εν τέλει,

στη φαντασίωση του «τρίτου πόλου». Τέλος, είναι και εκείνοι οι λίγοι που στην

αρχή… ανακάλυψαν πως η κυβερνητική πρόταση φέρνει μια «νέα μεταπολίτευση»

(!!) ενώ, λίγο αργότερα, είδαν τη «διπλή κάλπη» κάτι σαν «εκσυγχρονιστικό

Γκράαλ».

Με αυτά και μ’ εκείνα συζήτηση σοβαρή δεν μπορεί να γίνει. Με αυτά και μ’

εκείνα συσκοτίζεται ο πραγματικός κίνδυνος που είναι να οδηγηθούμε, παρά τις

φανφάρες, σε μια ρύθμιση που θα ανταποκρίνεται στη ρήση «πολύ κακό για το

τίποτα».

Το πρόβλημα δε καθίσταται μεγαλύτερο, εξαιτίας της… ωριμότητάς του. Εδώ και

καιρό έχει προταθεί, και μάλιστα από επιφανείς πολιτικούς παράγοντες απ’ όλους

τους χώρους (Γ. Παπαντωνίου, Ντ. Μπακογιάννη, Γ. Σουφλιάς κ.ά.), η εισαγωγή

του «γερμανικού εκλογικού συστήματος» προσαρμοσμένου στα ελληνικά δεδομένα.

Έχει επίσης προταθεί από πολλούς (Θ. Πάγκαλος, Σ. Κοσμίδης κ.ά.) η παραπλήσια

ιδέα ενός συστήματος με 200 μονοεδρικές περιφέρειες και 100 έδρες με απόλυτη

απλή αναλογική.

Όμως, η κυβερνητική πρόταση δεν αποτελεί μια τέτοια «καθαρή λύση». Ούτε

συνιστά την αναγκαία μεταρρυθμιστική τομή που θ’ άνοιγε ορίζοντες στην

πολιτική ζωή τού τόπου.

Μπορεί η πρόταση να ανοίγει τη συζήτηση για ένα κρίσιμο ζήτημα της

αρχιτεκτονικής τού πολιτικού συστήματος. Όμως, η συζήτηση είναι υπερβολικά

καθυστερημένη και επιπλέον έπεται της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία

αποτελούσε ευκαιρία ώστε να προηγηθεί ο σχετικός διάλογος αλλά και για να

προωθηθούν συνταγματικές ρυθμίσεις όσον αφορά τις περιφέρειες ή «δρακόντειες»

ρήτρες (όπως ισχύει στη Γερμανία) για τη δημοκρατική κατάρτιση της όποιας

«λίστας». Χωρίς αυτές, η κατηγορία για ένταση του «αρχηγισμού», μέσω της

εισαγωγής της λίστας, γίνεται εύκολα πιστευτή.

Έπειτα η συζήτηση προηγείται υπερώριμων ρυθμίσεων για το σύστημα

διακυβέρνησης, όπως ήταν η προώθηση του «Καποδίστρια Νο 2», που καθυστέρησε –

παραδειγματικά. Όμως, η δημιουργία λιγότερων και αυτοδιοικούμενων περιφερειών

και λιγότερων και πιο ισχυρών δήμων θα οδηγούσε σε μια πιο ώριμη και διαφανή

οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του εκλογικού νόμου. Θα καθιστούσε τόσο τις

μονοεδρικές όσο και τις ευρύτερες περιφέρειες μονόδρομο. Βέβαια είναι αλήθεια

πως έστω και καθυστερημένα φαίνεται να γίνεται αντιληπτό από την κυβέρνηση το

πρωθύστερο των πρωτοβουλιών της και γίνεται απόπειρα να συνδυασθεί η αλλαγή

του εκλογικού νόμου με την ευρύτερη διοικητική αναδιάρθρωση. Όμως, οι πρώτες

προτάσεις της είναι αρκετά περιπεπλεγμένες και δεν φαίνεται να οδηγούν σ’ ένα

απλό, σαφές και λειτουργικό σχήμα.

Είναι φυσικό όλα τα προαναφερθέντα να επιβαρύνουν την κυβερνητική πρόταση, με

αποτέλεσμα να παρακάμπτονται ακόμα και κάποια θετικά της στοιχεία, π.χ. η

απελευθέρωση της δυνατότητας συνεργασιών μεταξύ υπαρκτών ιδεολογικοπολιτικών

ρευμάτων. H αλήθεια όμως είναι ότι η κυβερνητική πρόταση, εκτός από τα

προαναφερθέντα «γενετικά» της προβλήματα, εμπεριέχει υπερβολικά μεγάλη δόση

ασαφειών, πράγμα που αναλύθηκε διεξοδικά στο εξαιρετικό κείμενο του Ηλία

Νικολακόπουλου στα «NEA» (26.7.2003). Επιπλέον δε περιλαμβάνει και

προβληματικά στοιχεία, π.χ. τη «διπλή κάλπη», η οποία, επειδή δεν συνδέεται με

μονοεδρικές περιφέρειες, κινδυνεύει από τη μια να μας επιστρέψει στο παρελθόν

σε «… κάτι αντίστοιχο με τους «ανόσιους γάμους» της εποχής του

σφαιριδίου…», όπως έγραψε ο H. Νικολακόπουλος και από την άλλη να ενισχύσει

αρνητικές πλευρές του παρόντος, όπως η «μιντιοποίηση» της πολιτικής.

Βέβαια, τελικά, με βάση την – έως τώρα – ενδοπασοκική συζήτηση, φαίνεται πως

οδεύουν προς απόσυρση ορισμένα από τα προβληματικά στοιχεία. Το θέμα όμως

είναι ότι αυτά τα προβληματικά είναι – κατ’ ουσίαν – και τα καινούργια

στοιχεία της πρότασης. Αν αποσυρθούν θα μείνουν οι ασάφειες που συνήθως

διασαφηνίζονται συντηρητικά και όχι ριζοσπαστικά-μεταρρυθμιστικά.

Οπότε από το όλο εγχείρημα αλλαγής του εκλογικού νόμου θα μείνουν δύο τρεις

(θετικές) τροποποιήσεις του υφιστάμενου εκλογικού νόμου.

Εν ολίγοις, θα πρόκειται για «πολύ κακό για το τίποτα».