Η δίκη της οργάνωσης 17 Νοέμβρη παρουσιάζει εύλογα έντονο πολιτικό ενδιαφέρον.

Δυστυχώς με την έναρξη της δίκης το ενδιαφέρον αυτό έχει εστιασθεί σε

δικονομικά ζητήματα, με σημαντικότερα αυτά της δημοσιότητας και της

αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Αμφότερα ανέκυψαν από συγκεκριμένες, ατυχείς εν

πολλοίς, πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, η οποία κατάφερε και πάλι, όπως το

συνηθίζει συχνά, να υποβαθμίσει και να αποπροσανατολίσει μια αναμφισβήτητη

επιτυχία της.

Το πρώτο ζήτημα, στο οποίο θα αναφερθούμε σήμερα, είναι η κατ’ αρχήν

απαγόρευση της ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης της δίκης, που ως γνωστόν ψηφίσθηκε

φωτογραφικά τις παραμονές της, με το άρθρο 8 του ν. 3090/2002. Ενδεχομένως οι

προθέσεις να ήταν καλές. Κανείς σοβαρός πολίτης στη χώρα μας δεν αισθάνεται

ευτυχής για την άθλια εικόνα των ιδιωτικών τηλεοπτικών μέσων, τα οποία έχουν

υποτάξει τα πάντα στην λογική της show business, χρησιμοποιώντας ανενδοίαστα

κάθε μέσο φθηνού εντυπωσιασμού και εμπορικής εκμετάλλευσης. Το ερώτημα όμως

που ανακύπτει στο σημείο αυτό είναι το ακόλουθο: Αρκεί αυτή η κερδοσκοπική

παρεκτροπή των ιδιωτικών τηλεοπτικών ΜΜΕ, σε σχέση με τη γνήσια πολυφωνία και

την ουσιαστική ενημέρωση, για να δικαιολογήσει την επιβολή μιας γενικής

απαγόρευσης, που ανάγει αδιακρίτως κάθε μορφή τηλεοπτικής – πολλώ δε μάλλον

ραδιοφωνικής – εκπομπής σε μέγιστο κίνδυνο για την εκτροπή της δίκης και

ειδικότερα για τον επηρεασμό των παραγόντων της;

Η απάντηση νομίζουμε ότι πρέπει να είναι αρνητική. Στην εποχή μας θα ήταν

εθελοτυφλία να αγνοήσουμε ότι η έννοια της δημοσιότητας είναι προνομιακά

συνυφασμένη – παρ’ ότι δεν ταυτίζεται – με τον ήχο και την εικόνα της

ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Μια τέτοια μετάδοση, ειδικότερα, που μπορεί

αναμφισβήτητα να υπαχθεί σε πολλαπλές εγγυήσεις ώστε να μην αφήνει πολλά

περιθώρια εμπορικής ή «θεατρικής» αξιοποίησης, διασφαλίζει με τον καλύτερο

τρόπο την πλήρη και αδιαμεσολάβητη ενημέρωση, η οποία εν προκειμένω δεν είναι

αυτοσκοπός αλλά αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του δημόσιου ελέγχου. Αυτός δε ο

έλεγχος, που αποτελεί τον πυρήνα της αρχής της δημοσιότητας, δεν είναι απλώς

εγγύηση διαφάνειας της δίκης – για την οποία αρκεί πράγματι η παρουσία

δημοσιογράφων -, αλλά συγκεκριμένη και πρόσφορη εξειδίκευση της δημοκρατικής

αρχής στον χώρο της Δικαιοσύνης. Διότι πρέπει να καταστεί σαφές, προς κάθε

κατεύθυνση, ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης συνίσταται κατά βάση στην

ουσιαστική κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των φορέων

της – που είναι δεδομένη στην ελληνική έννομη τάξη – και σε καμία περίπτωση

δεν μπορεί να σημαίνει στεγανοποίηση του μηχανισμού της απέναντι στη δημόσια

κριτική, που οδηγεί αναπόφευκτα σε ένα «κράτος δικαστών».

Πόσο εφικτή όμως είναι η αδιαμεσολάβητη διαμόρφωση άποψης από όλους δυνάμει

τους Έλληνες πολίτες χωρίς την ευχέρεια και την αμεσότητα της πρόσβασης που

προσφέρει μια εικόνα ή έστω μια ζωντανή ομιλία; Αρκεί για την κοινή γνώμη και

ακόμη περισσότερο για την ευρεία κοινότητα των νομικών η άψυχη αναπαραγωγή

κειμένων ή η ανόητη μυθοπλασία που άρχισε ήδη να αναπτύσσεται για τη δίκη με

πρωταγωνιστές ευφάνταστους και συχνά άσχετους με το θέμα δημοσιογράφους της

τηλεόρασης; Σε τελευταία δε ανάλυση γιατί να στερηθεί ο καθένας από μας την

ευκαιρία να παρακολουθήσει επί της ουσίας αυτήν τη δίκη και να σχηματίσει ο

ίδιος άποψη για τους πρωταγωνιστές και τα κίνητρα μιας υπόθεσης που ταλάνισε

ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης;

Δεν παραγνωρίζουμε βεβαίως τον αντίλογο για την προστασία της αξιοπρέπειας των

διαδίκων και για το ανεπηρέαστο των δικαστών. Τα σχετικά επιχειρήματα είναι

σοβαρά αλλά αφορούν την κατάχρηση της ραδιοτηλεόρασης και όχι τα μέσα

καθεαυτά, τα οποία με λελογισμένη και πολλαπλά εγγυημένη αξιοποίηση μπορούν

πράγματι να αποτελέσουν βήματα ουσιαστικής δημοσιότητας που αποτελεί την

καλύτερη απάντηση σε μια κολοβή, διαμεσολαβημένη και εν τέλει ψευδεπίγραφη

«ενημέρωση».

Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο, με πρώτον τον εισαγγελέα του οποίου

απαιτείται κατά τον νόμο η συναίνεση, καλείται να σταθμίσει με πολλή προσοχή

τα υπέρ και τα κατά της απαγόρευσης της δημοσιότητας και να επιλέξει με

περίσκεψη μια μέση οδό, όπως πρότειναν ήδη πειστικά πολλοί έγκυροι

δημοσιογράφοι. Όσον δε αφορά τη συναίνεση των διαδίκων, αυτή επιβάλλεται μεν

από τον νόμο, αλλά κατά την ορθή ερμηνεία του δεν μπορεί παρά να αναφέρεται

μόνον στο μέρος της διαδικασίας που τους αφορά άμεσα. Σε καμία περίπτωση δεν

μπορεί να καταλαμβάνει το σύνολο της διαδικασίας, διότι η δημοσιότητα της

δίκης είναι θέμα μείζονος δημόσιου ενδιαφέροντος και ως εκ τούτου δεν είναι

δυνατόν να εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις όποιες – σεβαστές καθ’ όλα –

υποκειμενικές θεωρήσεις…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών