Φαίνεται, τελικά, πως ο πληθωρισμός και η ελληνική οικονομία είναι έννοιες

αδιαχώριστες. Τι κι αν το 1999, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ένταξη της χώρας

στην ευρωζώνη, η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος, που τότε κρατούσε το

όπλο των επιτοκίων, κατάφεραν να μειώσουν τον δείκτη στο 2%; Το θαύμα ήταν

στιγμιαίο. Λίγο καιρό μετά, ο δείκτης πήρε την ανηφόρα και έκτοτε διατηρείται

σε επίπεδα 1,5 έως 2 μονάδων πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Αυτός ήταν ο λόγος που οδήγησε τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Νίκο

Γκαργκάνα να «χτυπήσει καμπανάκι» στη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό, την

περασμένη εβδομάδα. Το πρόβλημα, όπως σωστά επισήμανε ο κ. Γκαργκάνας, δεν

είναι μόνο το ίδιο το ύψος του πληθωρισμού, αλλά η διαφορά του από τον

πληθωρισμό των εμπορικών μας εταίρων – και ανταγωνιστών. Γιατί, αυτή η διαφορά

είναι που κάνει τα ελληνικά προϊόντα όλο και πιο ακριβά στις διεθνείς αγορές

και, άρα, λιγότερο ανταγωνιστικά.

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το πρόβλημα ήταν αντιμετωπίσιμο. Η άνοδος των

τιμών μπορούσε να αντισταθμισθεί με μια υποτίμηση της δραχμής ή με μια

σταδιακή διολίσθηση. Έτσι, τα ελληνικά προϊόντα μπορούσαν να διατηρήσουν το

μερίδιό τους στις διεθνείς αγορές, αφού οι τιμές τους – σε μάρκα ή δολάρια –

παρέμεναν σταθερές.

Δεν ισχύει το ίδιο τώρα. Το ενιαίο νόμισμα, με όλα τα πλεονεκτήματά του,

στέρησε τη χώρα από δύο βασικά εργαλεία: τη συναλλαγματική και τη νομισματική

πολιτική. Συναλλαγματική ισοτιμία και επιτόκια είναι, πλέον, εκτός ελληνικού

ελέγχου.

Απώλεια ανταγωνιστικότητας

Έτσι, λοιπόν, ο πληθωρισμός μεταφράζεται άμεσα σε απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Κι αν αυτό συνεχισθεί, οι εναλλακτικές λύσεις είναι μόνο δύο: είτε θα μειωθούν

τιμές και μισθοί, για να διατηρηθεί το κόστος σε χαμηλό επίπεδο, είτε δεν θα

μπορέσουν να διατεθούν τα ελληνικά προϊόντα και οι ελληνικές υπηρεσίες στη

διεθνή αγορά, με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή και να αυξηθεί η ανεργία.

Η πρώτη εναλλακτική λύση είναι, στην πραγματικότητα, μόνο θεωρητική, αφού στην

πράξη δεν έχει συμβεί να μειώνονται τιμές και μισθοί. Η δεύτερη, είναι η πιο

πιθανή. Άρα, στο τέλος του δρόμου των πληθωριστικών πιέσεων παραμονεύει ο

κίνδυνος της ανεργίας.

Οι εργαζόμενοι δεν είναι μόνο αυτοί που υφίστανται πιο σκληρά απ’ όλους τις

συνέπειες της ακρίβειας, αλλά και αυτοί που θα πληρώσουν το τίμημα

μακροπρόθεσμα, χάνοντας τις ίδιες τις δουλειές τους.

Καθώς, όμως, η ελληνική οικονομία δεν λειτουργεί – καλώς ή κακώς – με τους

κανόνες του ορθολογισμού, όπως στις περισσότερες άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες,

η λύση του προβλήματος ξεπερνά και αυτή την κλασική συνταγογραφία.

Βεβαίως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει σημασία να ανοίξουν οι αγορές και να

λειτουργήσει ο ελεύθερος ανταγωνισμός παντού όπου αυτό είναι εφικτό. Οι

θιασώτες της άποψης αυτής επικαλούνται το παράδειγμα της τηλεφωνίας για να

υποστηρίξουν ότι ο ανταγωνισμός οδηγεί σε μείωση των τιμολογίων. Αν το ίδιο

συμβεί και στις άλλες αγορές, υποστηρίζουν, όπως ο ηλεκτρισμός, το γκάζι και

τα καύσιμα, η εικόνα θα ήταν διαφορετική. Και έχουν δίκιο.

Ελληνικές ιδιαιτερότητες

Όμως, από την άλλη πλευρά, βλέπει κανείς στην Ελλάδα το φαινόμενο της ανόδου

των τιμών να εκδηλώνεται εντονότερο όχι μόνο στις μονοπωλιακές αγορές, αλλά

και εκεί που επικρατούν συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού. Στον τομέα των

υπηρεσιών, για παράδειγμα, στα ξενοδοχεία, στα εστιατόρια, στα καφέ που

ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο και καταφέρνουν, παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο να

επιβιώνουν, αλλά και να ανταγωνίζονται στην άνοδο των τιμών, αντί της μείωσης.

Με αυξήσεις που αγγίζουν το 15%, η κατηγορία αυτή συμβάλλει σημαντικά στην

άνοδο του τιμαρίθμου. Το ίδιο περίπου θα μπορούσε να πει κανείς και για άλλες

κατηγορίες υπηρεσιών, όπως οι ιατρικές, ή, ακόμη, οι χώροι στάθμευσης.

Συνθήκες ιδιότυπου ελέγχου της αγοράς, που δεν επιτρέπουν τη μείωση των τιμών,

επικρατούν και σε ορισμένα προϊόντα, όπως τα τρόφιμα. Η άνοδος των τιμών σε

ορισμένα είδη, με τη δικαιολογία ή την πραγματική αιτία της κακοκαιρίας, τον

περασμένο χρόνο, δεν μπόρεσε ούτε κατ’ ελάχιστον να περιοριστεί με εισαγωγές,

όπως ήθελε η κυβέρνηση. Για κάποιο λόγο, η μέθοδος απέτυχε.

Άλλη ιδιαιτερότητα της ελληνικής αγοράς είναι η μεγάλη έκταση της

παραοικονομίας. Τα κρυφά εισοδήματα που δημιουργούνται δεν υπόκεινται,

βεβαίως, σε κανέναν έλεγχο και διοχετεύουν στην αγορά μια ρευστότητα ικανή να

συντηρήσει υψηλά επίπεδα τιμών, εις βάρος εκείνων των οποίων τα εισοδήματα

ελέγχονται και περιορίζονται.

Τέλος, ελληνική ιδιαιτερότητα είναι και η πλήρης ανυπαρξία του θεσμού της

μερικής απασχόλησης, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση του κόστους

και των τιμών, αλλά και να προσφέρει εργασία σε ειδικές κατηγορίες του

πληθυσμού.

Πρόβλημα σχετικά υψηλού πληθωρισμού αντιμετωπίζουν και άλλες χώρες. Ο ΟΟΣΑ

προκάλεσε εντύπωση την περασμένη Πέμπτη, όταν δημοσιοποίησε έκθεση με την

οποία κατηγορούσε τις μεγάλες χώρες της ευρωζώνης ότι έχουν υψηλό πληθωρισμό,

παρά την ύφεση, λόγω αδυναμίας τους να μειώσουν το μισθολογικό κόστος.

Στην Ελλάδα, το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο. Ίσως να υπάρχει και εδώ το

πρόβλημα του κόστους εργασίας, αλλά μάλλον δεν είναι το σημαντικότερο – και

σίγουρα δεν είναι το μοναδικό που προκαλεί την ακρίβεια.

Αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια και μάλιστα γρήγορα, γιατί το πρόβλημα

είναι αθροιστικό. Αν συνεχίσει ο ελληνικός πληθωρισμός επί πέντε χρόνια να

είναι κατά δύο μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό, αυτό σημαίνει ότι σε πέντε

χρόνια τα ελληνικά προϊόντα θα είναι 10% ακριβότερα από τα ανταγωνιστικά τους.

Και τότε, δεν θα τα αγοράζει κανείς.