Η περιουσία των Ελλήνων σε ακίνητα και μετοχές αυξήθηκε κατά 126,6% την

επταετία 1995 – 2001. Έφτασε τα 208,917 τρισ. δραχμές, ποσό που ισοδυναμεί στο

615% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Το 1995 ανέρχονταν σε 92,173

τρισ. δρχ.

Η σημαντική αύξηση της αξίας τής περιουσίας των νοικοκυριών οφείλεται κυρίως

στη σημαντική άνοδο, κατά 116%, που σημείωσε στο ίδιο διάστημα η αξία τής

ακίνητης περιουσίας τους. Το σύνολο της αξίας των κατοικιών των νοικοκυριών το

2001 ανήλθε σε 195,056 τρισ. δρχ. έναντι 90,165 τρισ. δρχ. που ήταν το 1995. Η

αύξηση αυτή περιόρισε σε μεγάλο βαθμό την αρνητική επίδραση που είχε στον

πλούτο των νοικοκυριών η κατρακύλα των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο τα

τελευταία χρόνια. Το 2001, η χρηματιστηριακή αξία των τιμών των μετοχών

περιορίσθηκε στα 13,861 τρισ. δρχ. έναντι 22,380 τρισ. δρχ. το 2000. Μειώθηκε,

δηλαδή, κατά 38,1%. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά, καθώς και άλλοι που είχαν

επενδύσει στο Χρηματιστήριο, έχασαν κατά το 2001 8,519 τρισ. δρχ!

Η εξέλιξη της περιουσίας των νοικοκυριών σε κατοικίες και μετοχές καταγράφεται

σε ειδικό κεφάλαιο στην ενδιάμεση έκθεση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής

τής Τραπέζης τής Ελλάδος. Πρόκειται για τα δύο σημαντικά περιουσιακά στοιχεία

των ελληνικών νοικοκυριών, όπως σημειώνεται στην έκθεση, με αποτέλεσμα να

αποτελούν δείκτη του πλούτου τους. Τόσο η αξία των κατοικιών όσο και η αξία

των μετοχών, διαπιστώνει η έκθεση, σημείωσαν στην Ελλάδα σημαντική αύξηση από

τα μέσα της δεκαετίας τού 1990.

Καταγράφηκε σημαντική αύξηση της αξίας των κατοικιών, κατά μέσο όρο 10,3% σε

ετήσια βάση καθόλη την επταετία.

Η αύξηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ζήτησης, αλλά και στη διεύρυνση των

ήδη υψηλών περιθωρίων κέρδους των κατασκευαστικών ή και των εταιρειών παροχής

κτηματομεσιτικών υπηρεσιών, τονίζεται στην έκθεση, υπονοώντας ουσιαστικά την

ύπαρξη κερδοσκοπίας. Ένας τρίτος λόγος είναι η πτώση των επιτοκίων δανεισμού.

Τα χρέη από δάνεια

Σύμφωνα με τα στοιχεία τής Τραπέζης τής Ελλάδος, το 2001, τα χρέη των

νοικοκυρών από στεγαστικά δάνεια ανέρχονταν στο 15,7% του διαθέσιμου

εισοδήματός τους, έναντι 5,2% το 1995. Το σύνολο των χρεών των νοικοκυριών από

στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια το 2001 ανέρχονταν στο 23,6% του διαθέσιμου

εισοδήματος, έναντι 6,9% το 1995.

Εξάλλου, τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση ώς το τέλος Σεπτεμβρίου

δείχνουν ότι το υπόλοιπο των τραπεζικών δανείων προς τα νοικοκυριά αντιστοιχεί

στο 20,6% του ΑΕΠ, έναντι 46,2% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη. Η Τράπεζα εκτιμά

ότι τα νοικοκυριά δεν έχουν υψηλό βαθμό χρέωσης.