Κλείνουν κιόλας τέσσερις μήνες που με πόνους πληρώνω ενός λεπτού ανεμελιά.

Απλό διάστρεμμα του μεταταρσίου είπε ο ακτινολόγος την ώρα που μου παρέδιδε

τις ακτινογραφίες. Τις χάρισα στα ανίψια μου τα οποία – ποιος ξέρει από τι σόι

εικαστικό ενδιαφέρον – πάντως χρησιμοποίησαν το αρνητικό από τα πονεμένα μου

οστάρια σαν βάση για τα εκπληκτικά τους κολάζ. Εγώ πάλι, για να μου φύγει η

τσαντίλα, αφού καταδίκασα εις θάνατον την αυτουργό σαγιονάρα, περίμενα να

γιάνω θεία χάριτι. Ο Θεός των θερινών διακοπών δεν μου έκανε τη χάρη ούτε

άλλωστε κι ο Θεός της κανονικής ζωής ο οποίος, ως γνωστόν, είναι πολύ φειδωλός

σε διευκολύνσεις.

Για να μην τα πολυλογώ, αφού ήρθα κι έγινα σαν στραβωμένος σουγιάς, τελικά

παραδόθηκα οικειοθελώς στον φυσιοθεραπευτή. Αυτός, αφού στηλίτευσε την

αναβλητικότητά μου, εν συνεχεία με καλωδίωσε στα θαυματουργά του μηχανήματα.

Σε δυο – τρεις σεάνς από σήμερα, όχι απλώς θα είμαι εις θέσιν να χοροπηδάω

αλλά θα προλαβαίνω να περάσω τη διάβαση στην Πανεπιστημίου. Κι αν σας ζαλίζω

με το προσωπικό μου μικροδραματάκι είναι για να βρω πάτημα να δημοσιοποιήσω τα

όσα σπουδαία έμαθα όταν κυκλοφορούσα κούτσα – κούτσα στην Αθήνα. Στα κουρσάκια

που μου έδειχναν τα δόντια τους πριν δουν το πράσινο, αφιερώνω τον ελαστικό

μου επίδεσμο. Στους ταξιτζήδες που με έσπρωχναν να βγω από την αριστερή πόρτα.

Στα τρόλεϊ που δεν με πάτησαν και στους μηχανόβιους που δεν με διαμέλισαν παρά

με άφησαν να ζήσω για να καταλάβω ότι σ’ αυτήν την πόλη, εάν δεν είσαι

δεκαθλητής, επιβιώνεις μόνον από μια παραξενιά της τύχης.