Το εισιτήριο ενός θεάτρου (16-20 ευρώ) θεωρείται πως είναι από τα πιο φθηνά

στην Ευρώπη. Ωστόσο, για μια οικογένεια που θέλει να δει μια παράσταση, είναι

μια δαπανηρή έξοδος

Στη σφαίρα των μπίζνες υπάρχει ένας απαράβατος νόμος: το προϊόν που πουλάς να

έχει ζήτηση και να αγοράζεται με τιμή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής του,

ώστε να είναι κερδοφόρο. Στις σόου μπίζνες ο ίδιος κανόνας μετασχηματίζεται σε

χρυσό, αφού παράλληλα αναπτύσσεται το κέρδος της δόξας, της διάκρισης, της

φήμης των ανθρώπων που παράγουν το προϊόν – θέαμα. Αυτό ισχύει στις θεατρικές

Μητροπόλεις (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βερολίνο). Όχι όμως και στην Αθήνα, όπου η

θεατρική παραγωγή, αν και διεκδικεί, ποσοτικά και ποιοτικά μια θέση ανάμεσά

τους, δεν είναι κερδοφόρα επιχείρηση – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, των

εμπορικών επιτυχιών, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Χωρίς υποδομή μεγάλων θεατρικών αιθουσών, με πενιχρά κεφάλαια, με

«υλικά φτιαγμένα από όνειρα» και με φθηνό εισιτήριο (16-20 ευρώ) – που όμως

είναι ακριβό σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα – το ελληνικό

θέατρο αναπτύσσεται, παρ’ ότι επιχειρηματικά χωλαίνει. Παράλογο; «Χαοτικό»,

λένε συμφωνώντας οι άνθρωποι του θεάτρου, στους οποίους απευθυνθήκαμε για να

βγάλουμε άκρη σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην θεατρική

πιάτσα. Μια οικονομία ιδιαίτερη, αφού παρά τους περισπασμούς των μεγάλων

κοινωνικοοικονομικών γεγονότων, τα αθηναϊκά ελεύθερα (ιδιωτικά) θέατρα

αναπτύσσονται, πολλαπλασιάζονται και προγραμματίζουν, σχεδόν αυτιστικά, τις

παραγωγές τους. Το γεγονός ότι η προσφορά είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση και

το κόστος παραγωγής μεγαλύτερο από τα έσοδα βάζει στο παιχνίδι διαφορετικούς

κανόνες, κεφαλοποιώντας τη φιλοδοξία και μεταμορφώνοντας τον άδολο παραγωγό σε

άδηλο χρεοφειλέτη.

Ας δούμε την εικόνα με νούμερα. Για να γίνει μια παράσταση, πρέπει να υπάρχει

θεατρική στέγη και θίασος. Ελάχιστοι είναι οι θεατρικοί επιχειρηματίες και

ηθοποιοί με ιδιόκτητα θέατρα (Κούρκουλος, Καλογεροπούλου, Βαγενά, Βαλαβανίδης

– Κράλη, Μητρούσης – Βασιλακοπούλου, Τερζόπουλος, Γενική Θεαμάτων κ.ά.) Οι

τυχεροί τα ενοικιάζουν από τον Πανάγιο Τάφο, από ιδιώτες, από Τράπεζες και

άλλα «ευαγή ιδρύματα» για σειρά ετών (6 έως 12), ενώ οι υπόλοιποι τα

υπενοικιάζουν από αυτούς που αποκαλούνται «αιθουσάρχες».

Τα αθηναϊκά θέατρα είναι μικρά, όπως οι περισσότεροι δημόσιοι χώροι

στην Ελλάδα. Ένα εγγενές πρόβλημα, που έχει να κάνει με την πολεοδομία μας.

Ελάχιστα κτίρια κτίστηκαν για να γίνουν θέατρα μεγάλα, όπως το Εθνικό, το Ρεξ,

το Δημοτικό Πειραιώς, το Δημοτικό Αθηνών, που όμως γκρεμίστηκε από τον Κοτζιά

για να το κάνει πλατεία με το όνομά του. Όλα τα άλλα είναι διασκευές και

διαμορφώσεις χώρων που εξυπηρετούν ανάγκες θεάτρου.

Ανάμεσα σ’ αυτά έγιναν και κάποια πολυτελή και εκσυγχρονισμένα («Κάτια

Δανδουλάκη», «Κάππα», «Χορν», «Ιλίσια – Ντενίση», «Πορεία», «Πειραιώς», «Ήβη»,

«Αθηνών» κ.ά.) Τα ενοίκια στα κεντρικά θέατρα των 300 και άνω θέσεων

κυμαίνονται από 117.388 έως 293.500 ευρώ (40 έως 100 εκατ. δρχ.) ετησίως και

δίνονται είτε με μίνιμουμ «γκαραντί» συν ποσοστό 28% επί των εισπράξεων είτε

μόνο με ποσοστό 45% είτε (σπανίως) με «φιξ» ποσό. Στα εκτός κέντρου θέατρα των

200 περίπου θέσεων τα ενοίκια κυμαίνονται από 29.350 έως 58.700 ευρώ (10-20

εκατ. δρχ.) ετησίως. Υπάρχουν και φθηνότερες μισθώσεις μικρών και πιο

απομακρυσμένων από την θεατρική πιάτσα αιθουσών. Περιστασιακά, ή προς το τέλος

της χειμερινής σεζόν, νέες θεατρικές ομάδες υπενοικιάζουν μικρά θέατρα για

15-20 μέρες με ποσό που κυμαίνεται από 2.000 έως 2.935 ευρώ (700.000 –

1.000.000 δρχ.).

Το ταμείο είναι… μείον

Μόλις το 2,5-3% των παραστάσεων που ανεβαίνουν στα 110 αθηναϊκά θέατρα έχουν κέρδος

Ο επιχειρηματίας έχοντας εξασφαλίσει την αίθουσα προχωράει στο κοστολόγιο της

παραγωγής. Σ’ αυτό αθροίζονται: Δικαιώματα έργου, αν είναι ξένο από 6% – 14,5%

επί των εισπράξεων συν 3% δικαιώματα μεταφραστή, κι αν είναι ελληνικό 7% – 10%

επί των εισπράξεων. Δικαιώματα σκηνοθέτη 4,5% – 6% επί των εισπράξεων.

Άμα τη εκκινήσει, λοιπόν, ένας θεατρικός παραγωγός έχει αφαιρέσει το 46% επί

των εισπράξεων (18% έργο και σκηνοθέτης, συν 28% ενοίκιο, χωρίς μίνιμουμ

γκαραντί). Μετά καταρτίζεται το κοστολόγιο των ηθοποιών. Οι πρωταγωνιστές

συνήθως αμείβονται με ποσοστό που κυμαίνεται από 4% έως 10% επί των

εισπράξεων, ενώ ο θίασος συμπληρώνεται από ηθοποιούς τού βασικού 770,36 –

820,25 ευρώ (262.500 -279.500 δρχ ο άγαμος).

Στο μπάτζετ μιας παραγωγής προστίθενται οι αμοιβές του μόνιμου τεχνικού και

υπαλληλικού προσωπικού: δύο μηχανικοί σκηνής, ένας ηλεκτρολόγος, ένας ταμίας,

ένας πορτιέρης, ένας ηχητικός και τρεις ή τέσσερις (ανάλογα με το θέατρο)

ταξιθέτριες. Συνολικά οι αμοιβές τους αγγίζουν τις 11.740 ευρώ (γύρω στα 4

εκατ. δρχ) μηνιαίως. Προστίθενται επίσης οι αμοιβές των υπολοίπων συνεργατών.

Σκηνογράφου – ενδυματολόγου 8.800 – 11.740 ευρώ (3 – 4 εκατ. δρχ), μουσικού

2.935 ευρώ (1 εκατ. δρχ), του φωτιστή 4.400 ευρώ (1,5 εκατ. δρχ του βοηθού

σκηνοθέτη 2.200 ευρώ (750.000 δρχ). Το κοστολόγιο ολοκληρώνεται με το κόστος

των σκηνικών και κοστουμιών που ξεκινάει από τα 8.800 ευρώ (3 εκατ. δρχ) για

να ανέβει σε ύψος ανάλογο μιας παραγωγής πολυπρόσωπης ή απαιτητικής.

Χοντρικά, λοιπόν, με μιαν απόκλιση συν-πλην το κόστος μιας μεγάλης παραγωγής

σε κεντρικό θέατρο άνω των 300 θέσεων κυμαίνεται από 440.000 έως 880.000 ευρώ

(150 – 300 εκατ. δρχ), ενώ μια συνήθης, αξιοπρεπής παραγωγή μικρού θιάσου

κυμαίνεται από 235.000 έως 880.000 ευρώ (80 – 150 εκατ. δρχ). Στην πρώτη

κατηγορία η παραγωγή είναι κερδοφόρα, εφ’ όσον κάνει είσπραξη 35.000 έως

41.000 ευρώ (12 – 14 εκατ. δρχ) την εβδομάδα. Η μεγάλη επιτυχία (που ποτέ δεν

την κάνουν παραπάνω από τέσσερα με πέντε μεγάλα θέατρα) έχει εβδομαδιαία

είσπραξη 50.000 έως 53.000 ευρώ (17 – 18 εκατ. δρχ). Αλλά μια βροχή, μια

πορεία, ένα ντέρμπι κατεβάζει αμέσως την είσπραξη στα 29.350 ευρώ (10 εκατ. δρχ).

Επί ξυρού ακμής

Οι μεγάλες καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες στα εκτός κέντρου μικρά

θέατρα έως 150 θέσεων το μόνο που καταφέρνουν είναι να συντηρούν τον θίασο.

Διότι ο αριθμός των εισιτηρίων, ακόμα και σε πληρότητα 100% δεν μπορεί να

αποφέρει κέρδη. Επί ξυρού ακμής δουλεύουν οι επιχορηγούμενοι θίασοι, που

οφείλουν να έχουν υψηλό θιασικό επίπεδο και πλούσια παραγωγή, ενώ οι

υπόλοιποι, οι πιο μικροί και φτωχοί, χρεώνονται, πληρώνουν και πληρώνονται

έναντι των οφειλομένων, τα οποία συχνά «σέρνονται» από σεζόν σε σεζόν.

Συνοψίζοντας, σε μια χειμερινή σεζόν 6 μηνών, αν μια μεσαίου μπάτζετ

παραγωγή δεν κάνει μέντια 90 εισιτήρια τη μέρα – επί 130 συνολικά παραστάσεων

– δηλαδή, αν δεν κάνει μίνιμουμ είσπραξη 200.000 ευρώ (68 εκατ. δρχ) είναι χρεωμένη.

Μίνιμουμ τζίρος 300.000 ευρώ

Μια επιτυχημένη παράσταση, με κοστολόγιο 880.000 ευρώ (300 εκατ. δρχ) σε

μεγάλης χωρητικότητας θέατρο, μπορεί να καλοπληρώσει τους ποσοστούχους

συνεργάτες της και να φέρει κέρδος στον παραγωγό – 15% επί του κόστους του. Σε

θέατρα 200 θέσεων, μια συμπαθητική είσπραξη υπολογίζεται πως κάνει 17.500 –

30.000 ευρώ (6 -10 εκατ. δρχ.) την εβδομάδα. Ο επιδιωκόμενος μίνιμουμ τζίρος

είναι τα 300.000 ευρώ (100 εκατ. δρχ) τη σεζόν. Διαφορετικά η παραγωγή μπαίνει μέσα.

Κέρδος, στο βάθος του τούνελ

Ο Τάσος Παπανδρέου, που μπήκε στον χώρο της θεατρικής παραγωγής την τελευταία

δεκαετία και φέτος διαχειρίζεται σε συνεργασία με τη Γενική Θεαμάτων Α.Ε. οκτώ

θέατρα και δέκα παραγωγές, επιμένει πως όλα είναι συνάρτηση κοστολογίου και

θέσεων και πως μια σωστή οργάνωση παραγωγής κι ένας δυνατός θίασος μπορεί να

αποφέρει κέρδη. Σε βάθος χρόνου η θεατρική επιχείρηση ενδέχεται να είναι μια

επικερδής επιχείρηση.

«Ανόητη επιχείρηση» θεωρεί ο Γιώργος Κιμούλης τη θεατρική παραγωγή, όπου

κάποιος βάζει ένα κεφάλαιο 880.000 ευρώ (300 εκατ. δρχ) για να έχει στην

καλύτερη περίπτωση κέρδος 175.000 ευρώ (60 εκατ. δρχ). Με δικούς του

χοντρικούς υπολογισμούς ένας ηθοποιός με ΙΚΑ, εφορία, χαρτόσημα κ.λπ.

στοιχίζει στην επιχείρηση 72.500 ευρώ (25 εκατ. δρχ) τη σεζόν. Όσο κι αν είναι

ψαλιδισμένο το κατασκευαστικό (σκηνικά – κοστούμια) δεν μπορεί να κατέβει κάτω

από 4.500 ευρώ (1,5 εκατ. δρχ).

Ο βετεράνος κατασκευαστής σκηνικών Γιώργος Κυπραίος. που έχει μπει από

καιρό στην χορεία των παραγωγών εξασφαλίζοντας φέτος και για 12 χρόνια το

θέατρο «Προσκήνιο», αποδεικνύει πως η ριζική ανακαίνιση μιας θεατρικής

αίθουσας είναι μια καταδικασμένη ιστορία, που δεν αποσβένει το κόστος της.

Αυτό σχεδόν ποτέ δεν κατεβαίνει από τα 440.000 ευρώ (150 εκατ. δρχ). Εκτός από

τα γκρεμίσματα, τα χτισίματα, τις τουαλέτες, την πυρασφάλεια, τα φουαγιέ, τα

καμαρίνια, το ηλεκτρολογείο, ο εξοπλισμός ενός θεάτρου είναι μια πολύ δαπανηρή

υπόθεση. Για παράδειγμα, μια απλή αυλαία θεάτρου κοστίζει 5.800 ευρώ (2 εκατ.

δρχ). Μια καρέκλα 107 – 220 ευρώ (35.000 – 75.000 δραχμές). Ένας εξαερισμός

147.000 ευρώ (55,5 εκατ. δρχ). Μια κονσόλα ήχου με τα ηχεία και 50 προβολείς

146.000 ευρώ (50.000.000 δρχ).

Συμπερασματικά, μιλώντας και πάλι με νούμερα, το ποσοστό επιτυχίας των

παραστάσεων που παίζονται στο αθηναϊκό κέντρο και στην περιφέρεια είναι μόλις

2,5% έως 3%. Το 80% των θιάσων μπαίνουν μέσα, ενώ μόλις ένα 17% βγάζει απλώς

τα λεφτά του. Και ναι μεν κατανοεί κανείς τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες

που μπαίνουν στην παραγωγή από πάθος, φιλοδοξία, ψώνιο. Τους άλλους όμως

θεατρικούς επιχειρηματίες, ποιο κίνητρο τούς ωθεί να δουλεύουν σε μια

επιχείρηση με μόνιμη επωδό την οικονομική ύφεση, το ρίσκο, τον κίνδυνο για

χρεοκοπία; Σ’ αυτό το χάος, απάντηση λογική δεν υπάρχει.

Μικρές ομάδες, μεγάλα χρέη

Την τελευταία πενταετία εμφανίζονται μικρές θεατρικές ομάδες –

ξεπερνούν κάθε χρόνο τις 30 – νέων ηθοποιών, σκηνοθετών, σκηνογράφων, που

προσπαθούν να διακριθούν μέσα από τη δουλειά τους. «Μια καθόλου ανώδυνη

ιστορία» λέει η Βάνα Πεφάνη. Γιατί, ακόμα κι αν δεν πληρωθούν οι ίδιοι,

οφείλουν να πληρώσουν ΙΚΑ, εφορία και να επωμισθούν το κόστος της παραγωγής,

που στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν κατεβαίνει τα 14.500 ευρώ (5 εκατ. δρχ).

Οπότε τα προς το ζην αναζητούνται από άλλες πηγές. Στην καλύτερη περίπτωση,

μια τηλεοπτική σειρά, ένα σπικάζ ή μια διαφήμιση.

Αν η πρώτη τους θεατρική παρουσία κριθεί από τη συντεχνία ως πολλά υποσχόμενη,

τότε ενδέχεται να βρουν παραγωγούς, ή να τους προσφερθεί δωρεάν αίθουσα. Μια

ενθάρρυνση που γίνεται κυρίως από το «Θέατρο του Νότου», αλλά και τον

«Φούρνο», το «Άλεκτον», το Εθνικό Θέατρο. Είναι μια χειρονομία υπέρ του

θεάτρου, γιατί αν ανάμεσα από τις πολλές ομάδες, ξεπηδήσουν έστω δύο νέας

πνοής, το κέρδος είναι ανυπολόγιστο. Άξιο παρατήρησης είναι και το γεγονός πως

σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι προσπαθούν να διακριθούν στο

θέατρο, το οποίο πλην εξαιρέσεων όχι μόνο δεν δίνει λεφτά, αλλά ζητάει.

«Υγιής πληθωρισμός»

Η αλήθεια είναι πως ελάχιστοι είναι οι θεατρικοί επιχειρηματίες

(Μπουρνέλλης, Σαρρής) που έχουν πάει φυλακή για χρέη. Με κάποιους τρόπους, με

κάποιες παράπλευρες εκδηλώσεις, ακόμα και τα πιο φτωχά θέατρα όχι μόνο

συντηρούνται, αλλά πολλαπλασιάζονται με πληθωριστικές τάσεις. Επομένως, έχουμε

έναν «υγιή πληθωρισμό».

Παρ’ ότι όμως το ελληνικό θέατρο παρουσιάζει πληθωριστικά νούμερα, δεν

υπολείπεται ποιοτικά. Αντίθετα, βρίσκεται σ’ ένα υψηλό επαγγελματικό επίπεδο.

Κι όσο οι θίασοι πολλαπλασιάζονται τόσο συνεχίζεται η διάσπαση των δυνάμεων (ο

κατακερματισμός είναι σύμφυτος της φυλής μας). Παράλληλα, τα σίριαλ με

ακροαματικότητα γεννούν θιάσους τηλεοπτικών αστέρων. Από την άλλη όμως, δεν

έχουμε πολλά συμπτώματα «σούπερ μάρκετ» θεάτρων, όπου συγκεντρώνονται οι σταρ

με στόχο το κέρδος.

Το ελληνικό θέατρο παρουσιάζει όλη την κλίμακα παραγωγών, από τις καθαρά

εμπορικές έως τις «οff-off». Αυτή η γκάμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διότι

πλέον σπάνια συναντάς άθλια παραγωγή. Μπορεί να δεις μια κακή παράσταση, μια

κακή σκηνοθεσία, άλλά όχι μια απαράδεκτη παραγωγή. Βεβαίως, αν δεν υπήρχε ο

θεσμός των επιχορηγήσεων, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα είχαμε αυτό το

θέατρο. Αν και οι επιχορηγήσεις συντήρησαν κάποιες φιλοδοξίες ή κάποιες

ψευδαισθήσεις, ωστόσο, σώθηκαν και μερικά χλωρά δίπλα στα ξερά. Τη στιγμή που

μεγάλες ανακατατάξεις, οικονομικές υφέσεις, πληθωρισμοί, φυσικοί καταποντισμοί

και καθημερινά προβλήματα δημιουργούν μιαν εποχή άγχους, το θέατρο είναι το

λιγότερο αγχωμένο. Όχι όμως και το λιγότερο χρεωμένο.