Ο Paul Samuelson είναι καθηγητής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της

Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών

Η παγκόσμια οικονομία βασιζόταν συνήθως στη μακροοικονομική ώθηση που έδιναν

οι τρεις μεγάλες ατμομηχανές της. Μάλιστα, την αμερικανική ατμομηχανή

συνήθιζαν να τροφοδοτούν οι ατμομηχανές της Γερμανίας και της Ιαπωνίας.

Στη δεκαετία του ’90 όμως, όλα αυτά άλλαξαν. Όταν έσκασε η φούσκα στο

χρηματιστήριο αλλά και στην αγορά ακινήτων στην Ιαπωνία, η χώρα έπεσε σε

τέλμα. Με τον ερχομό του ευρώ, αλλά και μετά τα προβλήματα που δημιούργησε η

ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία, η δυναμική ανάπτυξη στην Ευρώπη

μεταφέρθηκε έξω από τη Γερμανία – Πολλοί λένε έξω από την Ιταλία και τη Γαλλία

επίσης.

Η αμερικανική ατμομηχανή, λόγω της άνθησης της οικονομίας προς το τέλος της

δεκαετίας του ’90, όπως εκφράστηκε από την άνοδο της Γουώλ Στρητ, κατάφερε να

αντισταθμίσει τις οικονομικές κρίσεις στις αναπτυσσόμενες αγορές. Μπόρεσε,

επίσης, να αντισταθμίσει την επιβράδυνση στην Ευρώπη, η οποία εντάθηκε από την

αυστηρή πολιτική που είχε ακολουθήσει η γηραιά ήπειρος εν όψει της

νομισματικής ένωσης.

Ήταν πολύ μεγάλη τύχη. Όμως, στη συνέχεια, αναπόφευκτα έσκασε η φούσκα στη

Γουώλ Στρητ, στις αρχές του 2000, και ανάμεσα στις επιπτώσεις ήταν η ύφεση του

2001 στις ΗΠΑ. Θα μπορούσε η ατμομηχανή των ΗΠΑ να χάσει ταχύτητα ή ακόμη και

να βάλει την όπισθεν;

Μέχρι το τέλος του 2001, τα στατιστικά στοιχεία έδειχναν ότι η «βελούδινη

ύφεση» στις ΗΠΑ είχε αρχίσει να δίνει τη θέση της στην ανάκαμψη. Οι αγορές

καταναλωτικών αγαθών, όπως τα αυτοκίνητα, παρέμειναν αυξημένες. Το κόστος

απόκτησης αλλά και κατασκευής κατοικίας εξακολούθησε να αυξάνεται. Κατά

συνέπεια, υπήρξε κάποια, μερική τουλάχιστον, αντιστάθμιση των απωλειών που

είχαν οι επενδυτές στη Γουώλ Στρητ.

Τα οικονομικά, ωστόσο, ποτέ δεν μπορεί να είναι απομονωμένα από την πολιτική.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στην

Ουάσιγκτον προκάλεσαν ισχυρό σοκ στην επερχόμενη ανάκαμψη. Και αμέσως μετά

άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες ειδήσεις για εκτεταμένη διαφθορά σε

αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι ειδήσεις αυτές αφορούσαν από ξεδιάντροπες

λογιστικές απάτες μέχρι νόμιμες μεν, αλλά υπερβολικές αμοιβές και άλλες

παροχές που κανόνιζαν για τον εαυτό τους ανώτατα στελέχη διαφόρων

επιχειρήσεων. Εργαζόμενοι έβλεπαν τις συντάξεις τους να χάνονται, επειδή τα

ποσά αυτά είχαν επενδυθεί σε μετοχές εταιρειών ενέργειας και τηλεπικοινωνιών

που κατέρρεαν, ενώ όσοι είχαν εσωτερική πληροφόρηση κέρδιζαν για τον εαυτό

τους δεκάδες εκατομμύρια δολάρια πουλώντας μετοχές που είχαν αγοράσει σε

εξευτελιστικά χαμηλές τιμές.

Δεν πέρασαν οι κίνδυνοι

Το γεγονός ότι δεν υποτροπίασε η ύφεση από τα γεγονότα αυτά, κάτι μας λέει για

την ανθεκτικότητα της αμερικανικής καπιταλιστικής οικονομίας. Οι κίνδυνοι,

όμως, έχουν περάσει; Σίγουρα όχι. Τα στοιχεία για τον Σεπτέμβριο και τον

Οκτώβριο έδειξαν επιβράδυνση στη βιομηχανική παραγωγή και στην επαναπρόσληψη

εργαζομένων που είχαν απολυθεί. Έξυπνοι διαχειριστές ομολόγων άρχισαν να

προεξοφλούν ότι ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ Α. Γκρίνσπαν θα

μείωνε κατά 0,25% τα ήδη χαμηλά αμερικανικά επιτόκια, τα οποία τότε

διαμορφώνονταν στο 1,75%. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, όμως, προσπαθώντας να

εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει το φαινόμενο του «διπλού πάτου», μείωσε τα

επιτόκια στο 1,25%, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων σαράντα

χρόνων.

Ας μην ξεχνάμε ότι, ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, το επιτελείο του Μπους

εξετάζει σχέδια για εισβολή στο Ιράκ. Και εδώ πρέπει να θυμόμαστε ότι περίπου

το ένα τρίτο του αμερικανικού εκλογικού σώματος αντιτίθεται, κατά κάποιον

τρόπο, στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης.

Αν βάλουμε όλα τα «συν» και τα «πλην» μαζί, εκείνο που φαίνεται ως η πιο

λογική πιθανότητα είναι ότι μια επαναλαμβανόμενη ύφεση στην αμερικανική

οικονομία θα αναστρέψει την ώθηση της αμερικανικής ατμομηχανής μέσα στο 2003.

Ακολουθούν οι καλύτερες προβλέψεις μου, που βασίζονται στα πιο πρόσφατα

στατιστικά στοιχεία:

* Σύμφωνα με τις περισσότερες πιθανότητες, ο ρυθμός ανάπτυξης του ακαθάριστου

προϊόντος το 2003 στις ΗΠΑ θα είναι θετικός, περίπου 2% έως 3% σε ετήσια βάση.

Αυτό θα βοηθούσε οικονομίες σε χώρες του Ειρηνικού, της Ευρωζώνης και της

Λατινικής Αμερικής να αποφύγουν τον κίνδυνο της ύφεσης. Όμως, δεν θα φέρει

απαραίτητα αύξηση στην απασχόληση εργαζομένων στις ΗΠΑ που απολύθηκαν

πρόσφατα. Ούτε σημαίνει πως θα υπάρξει τόσο μεγάλη ανάπτυξη που θα

αντικατοπτριστεί στα κέρδη των εταιρειών, όπως πιστεύουν οι επενδυτές της

Γουωλ Στρητ.

* Ακόμη και αν οι πιθανότητες να συμβεί μια νέα ύφεση το 2004 είναι μηδαμινές,

τα σύγχρονα οικονομικά είναι τόσο ανακριβής επιστήμη, ώστε δεν θα έπρεπε να

αποκλείουμε τα χειρότερα σενάρια. Ακόμη και αν η Ιαπωνία και η Γερμανία

καταφέρουν να αυξήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης, δεν είναι βέβαιο ότι η

αμερικανική κοινωνία, έστω για λίγο, δεν θα μπορούσε να χάσει τη ζωντάνια της.

Όσοι έχουν ευθύνη για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, δεν θα πρέπει να

εξετάζουν αποκλειστικά τα χειρότερα δυνατά σενάρια, αλλά ούτε και να τα

αγνοούν εντελώς. Κανένα σύστημα αγοράς, όσο καλό κι αν είναι, δεν πρέπει να

αφήνεται να λειτουργεί μόνο του. Οι δημοκρατίες, σε τελική ανάλυση, θα πρέπει

να στηρίζονται στην έξυπνη σκέψη και τη γνώση.

© Tribune Media Services International, 2002

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Γιώργος Κανελλόπουλος