«Το πολιτικό πρόβλημα πολύ εμίσησαν, το συνταγματικό ουδείς». Οι αντιδράσεις

που σημάδεψαν τη δημοσιοποίηση του σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό, επιτρέπουν

ίσως αυτή την παράφραση, που δεν μειώνει βέβαια τη σοβαρότητα των στιγμών. Οι

πολιτικές δυσκολίες είναι αντικειμενικά τόσες, που χρήσιμο θα ήταν να

αποφορτισθούν, όσο είναι δυνατόν, οι συνταγματικές πτυχές.

Κάθε ανάλυση του σχεδίου Ανάν δεν μπορεί να μην εκκινεί από τη συνειδητοποίηση

ότι το προτεινόμενο συνταγματικό πλέγμα δεν διαμορφώνεται, όπως απαιτεί η

ομαλή δημοκρατική διαδικασία, με βάση την ελεύθερη βούληση ενός κυρίαρχου

λαού, αλλά με βάση έξωθεν, και μάλιστα ασφυκτική, «καθοδήγηση». Μιλάμε,

συνεπώς, για ένα ουσιαστικά υπό παραχώρηση Σύνταγμα – έτσι θέλησε η ιστορική

συγκυρία αλλά και διπλωματικά αδιέξοδα χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι ο αναγκαίος

συμβιβασμός δεν παίρνει, όπως στα «κανονικά» Συντάγματα, τη μορφή

πολιτικο-κοινωνικής διαπάλης με κοινή αντίληψη του «εθνικού καλού», αλλά

απαιτεί εξ ορισμού επώδυνες παραχωρήσεις κυριαρχίας και συμπράξεις με άδηλη εκ

των προτέρων αποτελεσματικότητα.

Υπ’ αυτό το φως πρέπει, πιστεύω, να προσεγγισθούν τα τέσσερα μείζονα επιμέρους

συνταγματικά ζητήματα. Όσον αφορά τον χαρακτήρα του «νέου» – αν και όχι

νεοσύστατου – κράτους, το σχέδιο προβλέπει ενιαίο κράτος, με ενιαία διεθνή

εκπροσώπηση, ενιαία ιθαγένεια, κοινό Σύνταγμα από το οποίο απορρέει

εξαντλητικά η κατανομή των αρμοδιοτήτων, δηλαδή διαγράφει αναμφίβολα ένα

ομοσπονδιακό κράτος. Η ύπαρξη «συστατικών κρατών», όπως και η ισοτιμία τους,

που είναι ποιοτικά διαφορετικό μέγεθος από την ισότητα, συνιστούν εγγενή

στοιχεία, όχι αντιφάσεις, στα πλαίσια μιας ομοσπονδίας. Αντίθετα, η ψυχική

συνοχή των επιμέρους κυβερνήσεων και κοινοτήτων δεν μπορεί να εξασφαλισθεί από

κανένα Σύνταγμα. Το θέμα της κυριαρχίας είναι λιγότερο σαφές και απαιτεί

σίγουρα νομοτεχνική βελτίωση: η πραγματική κυριαρχία δεν μπορεί παρά να είναι

μία, αυτή του «κοινού κράτους». Ο χρησιμοποιούμενος όρος «κυριαρχικά

δικαιώματα» των συστατικών κρατών δεν μπορεί να γίνει δεκτός παρά μόνο αν

εννοεί την άσκηση αρμοδιοτήτων, και μάλιστα μέσα στα πλαίσια του κοινού

Συντάγματος, άρα όχι απόλυτα ελεύθερων. Για την περίφημη «κυβερνητική

λειτουργικότητα», το κρίσιμο σημείο είναι η επιλογή «συλλογικής διακυβέρνησης»

και όχι ατομικού αρχηγού κράτους. Αν αυτή η επιλογή προτιμηθεί από μία

«προσωποκεντρική» εκδοχή με σταθερή θητεία και άλλου είδους εξισορροπήσεις,

τότε μοιάζουν θεσμικά συνεπείς τόσο η σύνθεση του κυβερνητικού Συμβουλίου όσο

και η αρχή της εναλλαγής, καθώς και η ανάγκη συμμετοχής και συμφωνίας και των

δύο συστατικών μερών στις αποφάσεις (όχι με δικαίωμα βέτο, που δεν

προβλέπεται, αλλά ως απόρροια της εγγενώς συναινετικής διαδικασίας). Το

τεράστιο αγκάθι εδώ είναι η ύπαρξη αλλοδαπών δικαστών, με οιονεί εκτελεστικές

αρμοδιότητες. Σε καμιά πάντως περίπτωση οι εκτελεστικές αποφάσεις δεν θα

μπορούσαν να είναι «λειτουργικές» με την έννοια της δυνατότητας επιβολής τους

μόνο από την πλειοψηφία. Τέλος, στο ζήτημα του αρκετά νεφελώδους «κοινοτικού

κεκτημένου», πρέπει κυρίως να επισημανθεί ότι αυτό αποτελεί νομική μεν έννοια,

αλλά εγγενώς ευέλικτη και υποκείμενη σε εξαιρέσεις, εφόσον προβλέπεται

χωριστός για κάθε υποψήφιο μέλος έλεγχος από ένα καθαρά πολιτικό όργανο, την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με άλλα λόγια, ναι μεν γενικά ορισμένες προβλέψεις, όπως

οι σχετικές με το δικαίωμα εγκατάστασης, δεν φαίνονται να συμμορφώνονται με το

ευρωπαϊκό κεκτημένο, όμως εδώ είναι πολύ πιθανό – και πάντως ανοικτό – το

ενδεχόμενο να γίνουν αποδεκτές εν όψει των ιδιαιτεροτήτων της κυπριακής

περίπτωσης.

Μονολεκτικό συμπέρασμα δεν υπάρχει. Μόνο ίσως ότι το όποιο Σύνταγμα στηρίζει,

αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά, την πολιτική βούληση και το πολιτικό

θάρρος.

Ο δικηγόρος Κώστας Β. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου.