Οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές έδειξαν ότι τα κόμματα παραμένουν οι μεγάλοι

«πρωταγωνιστές» στην Τ.Α. Η πολιτική «προσφορά» σε δημοτικό επίπεδο

συγκροτήθηκε με επίκεντρο τα κόμματα, τις συντεταγμένες δυνάμεις τους και τις

στηρίξεις που αυτά έδωσαν. Ακόμη και οι λεγόμενοι «αντάρτες» άντλησαν την

όποια δυναμική τους από την κομματική τους προέλευση και την

προηγούμενη κομματική τους νομιμοποίηση (γι’ αυτό, άλλωστε, ονομάστηκαν

«αντάρτες» και όχι «ανεξάρτητοι»). Η συντριπτική πλειοψηφία των εκλεγμένων,

ιδιαίτερα στους μεγάλους δήμους, είχε κομματικό «χρίσμα». Όποια άλλη ανάλυση

είναι υποκριτική ή παρανοεί τα δεδομένα του πραγματικού εκλογικού

αποτελέσματος. Αυτό που καταγράφηκε – και δίκαια – ως αυτοδιοικητική λογική

δεν ήταν η ήττα των κομμάτων, αλλά μια εμφανής αυτονόμηση (μεγαλύτερη από

ποτέ) από την κεντρική πολιτική σκηνή.

Συστατικό στοιχείο αυτής της αυτοδιοικητικής λογικής είναι ακριβώς η

αυξανόμενη αυτοτέλεια των τοπικών κοινωνιών. Η Τ.Α. έχει τα δικά της

προβλήματα, τους δικούς της κανόνες, τις δικές της τοπικές «σκηνές», τους

δικούς της πελατειακούς μηχανισμούς (βλ. προεκλογική έρευνα της Κάππα

Research). Ωστόσο, η αυτοδιοικητική λογική δεν σημαίνει, ούτε επιφέρει, τη

μείωση ή την απαξίωση του κομματικού ανταγωνισμού. Αντιθέτως, σημαίνει τη

διαμόρφωση τοπικών κομματικών πολώσεων, τοπικών κομματικών συμμαχιών

και «διασπάσεων» στη βάση διακυβευμάτων που διαφέρουν σε αξιοσημείωτο βαθμό

από τα αντίστοιχα της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Ο προσωποκεντρικός

χαρακτήρας της θέσης του δημάρχου, όπως και οι αυξημένες θεσμικές και

οικονομικές δυνατότητες του θεσμού, ενδυναμώνουν τον ρόλο και τη βαρύτητα της

προσωπικότητας στην τοπική σκηνή. Αναδιατάσσουν τον εκλογικό ανταγωνισμό

αναδεικνύοντας πόλους τοπικής επιρροής γύρω από προσωπικότητες με σχετικά

υψηλό βαθμό αυτονομίας από τις κεντρικές πολιτικές ελίτ.

Οι εκλογές του Οκτωβρίου έδειξαν ότι τα κομματικά κέντρα τείνουν όλο και

περισσότερο να προσαρμόσουν τις δικές τους επιλογές στις επιθυμίες των

εκλογέων και των τοπικών κομματικών τους δυνάμεων. Η μείωση του αριθμού των

λεγόμενων «ανταρτών», ιδιαίτερα σημαντική στους μεγάλους δήμους (άνω των

70.000), εμφανώς μικρότερη στους ενδιάμεσους πληθυσμικά δήμους,

απέδειξε την ικανότητα των κομμάτων να παρακολουθούν τις εξελίξεις στις

τοπικές κοινωνίες και να προσαρμόζουν την πολιτική τους στα νέα φαινόμενα.

Στο ερώτημα λοιπόν «χειραφέτηση ενάντια στα κόμματα» ή «χειραφέτηση στο

εσωτερικό των κομμάτων», οι εκλογές 2002 δείχνουν ότι η δεύτερη προσέγγιση

είναι η σωστή. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και η αύξηση των πόρων της Τ.Α., η

κρίση αποτελεσματικότητας των εθνικών κομμάτων αλλάζουν τις σχέσεις στο

εσωτερικό της κομματικής οργάνωσης, προς όφελος των τοπικών ελίτ, κομματικών ή

προσκείμενων στο κόμμα. Συγχρόνως, το εκλογικό σύστημα δύο γύρων δεν ευνοεί

(ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις) την εμφάνιση ανεξάρτητων συνδυασμών.

Στο πλαίσιο αυτό, πράγματι οι πολίτες επέλεξαν αυτόν που θεωρούσαν καλύτερο ως

δήμαρχο. Ωστόσο, η παλέτα των υποψήφιων «καλύτερων» δημάρχων είχε σε μεγάλο

βαθμό προκαθοριστεί – με ολιγοπωλιακό τρόπο, ακριβώς γιατί είναι εξορισμού

ολιγοπωλιακή, δηλαδή κλειστή, η κομματική αγορά – από τα πολιτικά κόμματα. Ο

ορθολογικός ψηφοφόρος (ο οποίος υποτίθεται δίνει την ψήφο του χωρίς να

επηρεάζεται από προηγούμενες ισχυρές ιδεολογικές και κομματικές ταυτίσεις)

είναι – όπως ήταν και κατά το παρελθόν – ένας μύθος. Αφορά μόνο μια μειοψηφία

εκλογέων. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων επέλεξε ως «καλύτερο» δήμαρχο τον

εγγύτερα ευρισκόμενο (ή στη περίπτωση «αιρετικών» υποψηφιοτήτων: τους εγγύτερα

ευρισκόμενους) στον κομματικό της χώρο. Εκείνο που πράγματι έχει αλλάξει, σε

σχέση με το παρελθόν, είναι ότι το τμήμα των ψηφοφόρων που επιλέγει

«ορθολογικά» (χωρίς δηλαδή να επηρεάζεται καθοριστικά από προηγούμενες

ιδεολογικές και κομματικές επιλογές), έχει αναμφισβήτητα μεγαλώσει. Παραμένει,

εντούτοις, μειοψηφικό (βλ. την ωραία ανάλυση του Π. Κυπριανού, Η

Κυριακάτικη Αυγή, 27.10.02).

Εάν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα του συσχετισμού δυνάμεων στη Τ.Α. και τη

διαχρονική της εξέλιξη, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι σήμερα η εικόνα

αυτή αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στον συσχετισμό δύναμης της κεντρικής

πολιτικής σκηνής, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Η άλλοτε πανίσχυρη

εδραίωση της κομμουνιστικής Αριστεράς στην Τ.Α. (αυτό και αν ήταν

αυτοδιοικητικό φαινόμενο!) έχει καταρρεύσει. Η «ανωμαλία» του παρελθόντος (δύο

μεγάλα κόμματα στην κεντρική πολιτική σκηνή, τρία όμως μεγάλα κόμματα σε

επίπεδο Τ.Α.), έχει εξαλειφθεί. Η στοίχιση, συνεπώς, εθνικού και

αυτοδιοικητικού συσχετισμού δυνάμεων είναι μια επιπλέον απόδειξη της σημασίας

που έχουν τα κόμματα σε αυτοδιοικητικό επίπεδο. Οι τελευταίες εκλογές

επιβεβαίωσαν, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, αυτή τη σημασία. Επιβεβαίωσαν,

συγχρόνως, δύο μεγάλες αλλαγές: ότι, πρώτον, η σχέση μεταξύ εθνικής κομματικής

ηγεσίας και τοπικών κομματικών μηχανισμών έχει σημαντικά μεταβληθεί και ότι,

δεύτερον, η σχέση του ψηφοφόρου με το κόμμα του έχει γίνει πιο χαλαρή,

περισσότερο από ποτέ a la carte. Η κομματική ταύτιση δεν αποτελεί πια κρίσιμο

στοιχείο της κοινωνικής ταυτότητας και του ατομικού βιογραφικού του πολίτη.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο