ΕΥΛΟΓΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ δημιουργεί η πρωτοφανής απόφαση των διοικούντων την Ολυμπιακή

Αεροπορία να διακόψουν τις πτήσεις προς την Αυστραλία, με τη δικαιολογία ότι

τα έξοδά τους είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα. Ασφαλώς σε μια αεροπορική

εταιρεία, της οποίας στόχος είναι και το κέρδος, είναι λογικό τα οικονομικά

αποτελέσματα να υπολογίζονται στην κατάρτιση των προγραμμάτων πτήσεων. Και ως

φαίνεται, πράγματι το δρομολόγιο της Αυστραλίας είναι παθητικό από οικονομική

άποψη. Μόνο που αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια. Γιατί είναι παγκόσμια

πρωτοτυπία και γεγονός πρωτάκουστο στις αερομεταφορές να καταλήγει παθητικό

ένα δρομολόγιο στο οποίο τα αεροσκάφη έχουν μέσο όρο πληρότητας πάνω από 80%!

Τέτοιες πληρότητες θα τις ζήλευαν οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες του

κόσμου, ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και το τρομοκρατικό κτύπημα

στη Νέα Υόρκη. Πολύ περισσότερο που, όπως ισχυρίζονται οι αρμόδιοι της Ο.Α.,

για να γίνει οικονομικά συμφέρον το δρομολόγιο της Αυστραλίας θα έπρεπε

(άκουσον, άκουσον) να έχει πληρότητα… 150%! Και επειδή αυτό δεν μπορεί να

γίνει, σταματούν τις πτήσεις. Τι σημαίνει όμως αυτή η παραδοχή; Τίποτα

περισσότερο από το ότι το δρομολόγιο έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται λάθος. Με

αντιοικονομικό σχεδιασμό και λειτουργία, με λάθος πρόγραμμα και προορισμούς,

με λάθος σύνθεση πληρωμάτων κ.λπ. Και αντί να διορθωθεί το λάθος, αντί να

σχεδιαστεί σωστά το δρομολόγιο, οι αρμόδιοι βρήκαν την εύκολη λύση της

κατάργησής του. Τι και αν εξυπηρετεί ένα σημαντικό τμήμα του απόδημου

Ελληνισμού, τι και αν έτσι καταντούν την Ο.Α. εταιρειούλα της σειράς; Μακριά

από εμάς η υιοθέτηση απόψεων που σχετίζουν τη διακοπή του δρομολογίου με

συμφέροντα άλλων εταιρειών. Αφού όμως θα συνεχίσουν να γίνονται αεροπορικά

δρομολόγια μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας από ξένες αεροπορικές εταιρείες,

εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς στην ευχή οι άλλες εταιρείες κάνουν το ίδιο

δρομολόγιο κερδοφόρο και η Ολυμπιακή το κάνει ζημιογόνο; Κάποιος πρέπει να

δώσει πειστικές εξηγήσεις και να διευκρινίσει πώς η Ολυμπιακή για την οποία οι

Έλληνες φορολογούμενοι έχουν δώσει αρκετά δισεκατομμύρια (έως και

τρισεκατομμύρια) φθάνει σε τέτοιο σημείο απαξίωσης.