Πίσω από το στάδιο του Άγιαξ, στο Άμστερνταμ, η πόλη του Le Corbusier

γκρεμίζεται για να ξαναχτιστεί από την αρχή, περισσότερο φιλική και λιγότερο

μονότονη

Ως «μοντέρνα πολεοδομία» εννοείται η αντίληψη που επικράτησε μετά το τέλος του

Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι για να συγυρίσουμε και να αναπτύξουμε τις πόλεις

μας πρέπει να καταστρέψουμε αυτό που ήταν μέχρι τότε: χωρίζοντάς τες, δηλαδή,

σε στεγανές ζώνες δραστηριοτήτων και φυτεύοντας πολυώροφα «υπνωτήρια» σε αχανή

πάρκα.

Μια τέτοια αντίληψη, την οποία οραματίστηκαν πολλοί καλοπροαίρετα ως συνέχεια

του σοσιαλιστικού ουτοπισμού, έγινε κατανοητή εκ των υστέρων με τον τρόπο μιας

εφιαλτικής δικαίωσης. Έγινε, με λίγα λόγια, φανερή η αναπαραγωγή των

καρκινικών μεταστάσεων του «κακού» που ελλόχευε στα ανήλια και βρώμικα σοκάκια

των παλιών ιστορικών πόλεων και όλοι ήθελαν να εξαλείψουν. Τα «ερειπωμένα νέα

κτίρια» αυτήν τη φορά βρέθηκαν φωτισμένα και εκτεθειμένα στα βλέμματά μας,

καταμεσής τού πουθενά: στις διασταυρώσεις των μεγάλων λεωφόρων και των

εγκαταλελειμμένων πάρκων.

«Η ακτινοβόλος πόλη θα επανακαθορίσει τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση»,

έλεγε ο Le Corbusier το 1935

Το τι ήταν αυτό που εξόρισε μια τέτοια σχεδιαστική λογική είναι

προφανές: την πολυμορφία, τον συνεκτικό ιστό, τις απρόβλεπτες εναλλαγές, τις

σχέσεις και τις προσχώσεις της πραγματικής πόλης που αναπτύσσεται περισσότερο

ασυνάρτητα. Ωστόσο, ακόμη και αν οι νεότευκτες πόλεις αποδείχθηκαν

ιδεοληπτικές, μονοδιάστατες και μονότυπες, αυτό δεν σημαίνει ότι στο εσωτερικό

τους δεν υπήρξαν αξιόλογα κτίρια, ακόμη και αριστουργήματα. Ταιριάζει γάντι

εδώ η παροιμία εκείνη που μας προειδοποιεί πως μαζί με τ’ απονέρια δεν πρέπει

να πετάμε και το μωρό.

Όπως παντού, έτσι και εδώ η αναζήτηση του «ηθικού αυτουργού» κρίθηκε

απαραίτητη. Αντί όμως η συζήτηση να συμπεριλάβει τους μηχανισμούς της

οικοδομικής κερδοσκοπίας και τις πολιτικές γης, επικεντρώθηκε απλουστευτικά

στη μορφολογική στρατηγική και στον πιο διάσημο από τους «εμπνευστές» της, τον

Le Corbusier. Μια τέτοια παραπλάνηση ήταν φυσικό να επιφέρει μία επιπλέον: την

φύρδην μίγδην αντικατάσταση του μοντέρνου παραδείγματος με το μεταμοντέρνο.

Αντί, δηλαδή, να χτίζουμε μοντέρνα πολυώροφα κτίρια σε αχανή πάρκα και

αυτοκινητόδρομους, να πυκνώσουμε τη στοίχισή τους γεμίζοντάς τα με κιτς

διακοσμήσεις και ιστορικές αναφορές. Εκείνο όμως που δεν μπόρεσαν να

προβλέψουν οι αρχιτέκτονες του μεταμοντέρνου, ήταν η ιλιγγιώδης ταχύτητα της

μοντέρνας επαναφοράς. Το να υπερασπίζεσαι σήμερα το μοντέρνο δεν σε κάνει

καθόλου ύποπτο. Με μια κρίσιμη διαφορά: κανείς δεν τολμά να προτείνει το

πολεοδομικό μοντέλο της Μπραζίλια, ενώ όλο και περισσότεροι θαυμάζουν τη

«μητροπολιτική συμφόρηση» του Μανχάταν.

Φυσικά, όλα αυτά δεν είχαν κάποια υπολογίσιμη απήχηση στο άναρχο

περιβάλλον της Αθήνας, η οποία, όπως όλοι ξέρουμε, δεν είναι αποτέλεσμα μιας

συγκροτημένης πολεοδομικής αντίληψης ή ενός κάποιου σχεδίου αλλά της

ολοκληρωτικής απουσίας τους.

Ωστόσο, κατά έναν περίεργο τρόπο το μανιφέστο της μοντέρνας πολεοδομίας

ονομάζεται «Χάρτα των Αθηνών». Πρόκειται για το μυθικό 4ο συνέδριο του CIAM

που έγινε από τις 29 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου του 1933 κατά τη διάρκεια

ενός ταξιδιού Μασσαλία – Αθήνα – Μασσαλία πάνω στο ατμόπλοιο «Πατρίς ΙΙ».

Επιβάτες αυτού του πλοίου ήταν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μοντέρνας

αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, με πρώτο και καλύτερο τον Le Corbusier.

Πραγματικός προορισμός αυτού του ταξιδιού ήταν ένα είδος εξιδανικευμένης

Αθήνας του 20ού αιώνα, δηλαδή η μοντέρνα πόλη. Στις περισσότερες φωτογραφίες

που σώζονται σήμερα από εκείνο το ταξίδι δεσπόζει το ξερακιανό,

διανοουμενίστικο και ανέκφραστο πρόσωπο του Le Corbusier, που συνήθως

περιστοιχίζεται από τους υπόλοιπους Ιταλούς, Γάλλους ή Ελβετούς αρχιτέκτονες

του μοντέρνου. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, εφόσον οι

περισσότεροι θεωρούσαν ότι αυτός είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του

συνεδρίου, που το 1943 θα «μεταγράψει» τα πορίσματα του συνεδρίου στην

περιβόητη «Χάρτα των Αθηνών».

Διαχωρισμός εργασίας – κατοικίας

Η «Χάρτα» των Αθηνών αποτελεί επιτομή της μοντέρνας πολεοδομίας, την οποία

πολλοί απεύχονται σήμερα. Η κατοικία διαχωρίζεται από την εργασία, οι

βιομηχανίες αναπτύσσονται γραμμικά σε ζώνες πρασίνου, οι δρόμοι κατατάσσονται

σε κατηγορίες και νέα λέξη κλειδί των πάντων είναι ο ρασιοναλισμός. Αυξάνοντας

το ύψος των κτιρίων αλλάζει η πυκνότητα της κατοίκησης και μαζί η «μορφή» της

πόλης. Ο ήλιος, ο χώρος και το πράσινο είναι επέκταση της κατοικίας και ο

ελεύθερος χρόνος δημιουργεί νέες περιοχές ημερήσιας, εβδομαδιαίας ή και

ετήσιας χρήσης. Αν κάποιο κομμάτι του παρελθόντος έχει ιστορική ή

«συναισθηματική» αξία, πρέπει να διασωθεί αλλά χωρίς φετιχισμό. Κατά συνέπεια,

η «εφαρμογή των στυλ του παρελθόντος σε νέες κατασκευές» θεωρείται απαράδεκτη

και καταδικαστέα. Ένα τέτοιο κείμενο ήταν φυσικό να προκαλέσει απανωτές

συζητήσεις, κερδίζοντας ενθουσιώδεις υποστηρικτές και αμφισβητίες. Διαβάζοντάς

το σήμερα – έπειτα από εβδομήντα περίπου χρόνια – θα ήταν αδύνατον να μην

αναγνωρίσει κανείς τις σπινθηροβόλες καινοτομίες ή τις εξάρσεις του αλλά και

τις υπεροπτικές και μονόπλευρες προβλέψεις, ακόμη και ορισμένα ίχνη μιας

θρασείας αυτοπεποίθησης, που συχνά χαρακτήρισε τους αρχιτέκτονες και

μοντέρνου.

Πάνω απ’ όλα όμως, διακρίνουμε τις παρεξηγήσεις και τις παρενέργειες εκείνες,

που μεταπολεμικά οδήγησαν σε χυδαίους πολεοδομικούς εκφυλισμούς, πλήττοντας

πρωτίστως τις περιφέρειες των μεγαλουπόλεων. Το να ισχυριστεί κανείς πως για

όλα φταίει η «Χάρτα» – όπως έκαναν οι μεταμοντέρνοι – θα ήταν απλουστευτικό

και άχαρο· η καλύτερη υπηρεσία στις καρικατούρες των παρεξηγήσεων.

Η «Χάρτα» αντιπροσωπεύει τον μοντερνισμό του 20ού αιώνα και αν κάτι χρειάζεται

να κατεδαφίσουμε, είναι οι παρεξηγήσεις της.

INFO

«Το εν Αθήναις IV Διεθνές Συνέδριο Νεωτέρας Αρχιτεκτονικής», Τεχνικά Χρονικά,

Ανατύπωση ΤΕΕ.

Le Corbusier, «Η Χάρτα των Αθηνών», επιμ. Γ. Σημαιοφορίδης, Επίμετρο: Γ.

Κανδύλης, Α. Προβελέγγιος, Εκδόσεις «Ύψιλον».

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας