«Όταν το 1928 από την τρομπέτα του Louis Armstrong ξεχυνόταν σαν ορμητικός

χείμαρρος η εισαγωγή στο «West End Blues», άλλαζε για πάντα ο στυλιστικός

προσανατολισμός της τζαζ». Εικόνα του τρομπετίστα από το εξώφυλλο της

σημαντικής έκδοσης των ηχογραφήσεών του μεταξύ 1925 – 28 από τη Sony

Σε σχέση με την ιστορική διαδρομή του Louis Armstrong, για δύο ζητήματα

διχάστηκαν οι απόψεις των μελετητών της τζαζ. Το πρώτο αφορά τη χρονιά της

γέννησής του. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 4

Ιουλίου του 1900 και άλλοι πάλι ότι η σωστή ημερομηνία είναι 4 Αυγούστου του

1901. Πολύ αργότερα, όταν η φήμη του και ο μύθος του είχαν απλωθεί στα πέρατα

του κόσμου, πολλοί τον κατηγόρησαν ότι επένδυσε περισσότερο στον ρόλο του

Μαύρου διασκεδαστή – ρόλο που για πολλά χρόνια είχε επιβάλλει η βιομηχανία του

θεάματος στους Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες – παρά στην εξέλιξη της μουσικής

του τέχνης.

Ο Armstrong γεννήθηκε σε μια εποχή που οι αμερικανικές κρατικές υπηρεσίες πολύ

λίγο ενδιαφέρονταν να καταγράψουν τις γεννήσεις των έγχρωμων πολιτών. Έτσι,

κατά πάσα πιθανότητα, η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων μάλλον θα διαιωνίσει τη

διαφωνία για την ημερομηνία γέννησής του.

Όσον αφορά το δεύτερο και βέβαια ουσιαστικότερο ζήτημα, η ολοκληρωμένη

επανέκδοση, από την Sony Music, σε 4 cds των περίφημων ηχογραφήσεων που

πραγματοποίησε, με δύο διαφορετικά σχήματα, ο μεγάλος τρομπετίστας στο Σικάγο

ανάμεσα στον Νοέμβριο του 1925 και τον Δεκέμβριο του 1928 με τον γενικό τίτλο

«The complete Hot Five and Hot Seven recordings» αποδεικνύουν όχι μόνο την

τεράστια καλλιτεχνική του αξία αλλά κυρίως ότι πρόκειται για το απόσταγμα μιας

μουσικής σκέψης που άλλαξε τα δεδομένα της εποχής της. Η μουσική αισθητική του

Louis Armstrong καθόρισε την εξελικτική πορεία της αφροαμερικάνικης μουσικής

μέχρι τις μέρες μας, τοποθετώντας την ανάμεσα στα σημαντικότερα κεφάλαια της

μουσικής του εικοστού αιώνα.

«Όταν στις 28 Ιουνίου του 1928 από την τρομπέτα του Louis Armstrong ξεχυνόταν

σαν ορμητικός χείμαρρος εκείνη η εισαγωγή στο «West End Blues» (περιλαμβάνεται

στο τέταρτο cd της κασετίνας) την ίδια στιγμή άλλαζε για πάντα ο στυλιστικός

προσανατολισμός της τζαζ. Μετά την εκτέλεση αυτή, η τζαζ εγκατέλειπε για πάντα

τα στενά σύνορα μιας φολκλορικής μουσικής ή μιας μουσικής της διασκέδασης. Το

«σάλπισμα» του Armstrong στο «West End Blues» δήλωνε απερίφραστα ότι η τζαζ

είχε και τη δύναμη και τα προσόντα για να αναμετρηθεί με τις υψηλού

εκφραστικού επιπέδου μουσικές». Αυτά τα λόγια του Gunther Schuller, του

σημαντικότερου ίσως τζαζ μουσικολόγου, περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο την

επίδραση που είχε η μουσική αντίληψη του Louis Armstrong στην εξελικτική

πορεία της Μαύρης μουσικής. «Από αυτή την αισθητική», θα γράψει αρκετά χρόνια

αργότερα ο Ιταλός μελετητής Stefano Zenni, «γεννήθηκε το «αριστοκρατικό,

μπαρόκ σουιγκάρισμα του σαξοφωνίστα Coleman Hawkins, η αρμονική πληθωρικότητα

του πιανίστα Art Tatum, η πολύπλοκη ύφανση των αυτοσχεδιασμών του Charlie

Parker, μέχρι και η πιανιστική χειρονομία του Keith Jarrett».

Η πρόκληση του ανταγωνιστή

Οι Hot Five του Louis Armstrong στα μέσα του 1920

Στα 1917, μετά το κλείσιμο της Storyville, της πιο κακόφημης αλλά και πιο

μουσικής γειτονιάς της Νέας Ορλεάνης, οι περισσότεροι μουσικοί αναγκάστηκαν να

μεταναστεύσουν στο Νότιο Σικάγο για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους.

Ίσως, ούτε ο ίδιος ο Louis Armstrong να μην το φανταζόταν ότι εκείνο το

τηλεγράφημα-πρόσκληση από το Σικάγο που έλαβε τον Ιούλιο του ’22 από τον φίλο

του – και κατά κάποιον τρόπο ανταγωνιστή του – τον τρομπετίστα King Oliver θα

άλλαζε όχι μόνο τη ζωή του αλλά και ολόκληρη την πορεία της τζαζ. Ο

εικοσάχρονος τότε τρομπετίστας πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά στην «Πόλη

των ανέμων» στις 8 Αυγούστου του 1922. Στην ορχήστρα του King Oliver δεν θα

γνωρίσει μόνο τον θαυμασμό κοινού και μουσικών, αλλά και την πιανίστα και, σε

λίγο, σύζυγό του Lil Hardin. Αυτή θα τον πείσει να ακολουθήσει – μαζί της

βέβαια – τον προσωπικό του δρόμο. Με άλλα λόγια, να βρει μια ορχήστρα όπου θα

ήταν ο μοναδικός τρομπετίστας.

Για μερικούς μόνο μήνες θα παίξει σαν πρώτη τρομπέτα στην ορχήστρα του Ollie

Powers, γιατί το φθινόπωρο του ’24 θα δεχτεί την πρόταση του Fletcher

Henderson να ενταχθεί στην ορχήστρα του, την πρώτη και ιστορική Μαύρη big band

της Νέας Υόρκης. Εκεί θα γίνει, τουλάχιστον για τους μουσικούς που κατάλαβαν

αμέσως την αξία του, ένα «πραγματικό» είδωλο. Όλοι θα προσπαθήσουν να τον

μιμηθούν: να παίξουν όπως εκείνος, να ντυθούν όπως εκείνος, ακόμα και να

φορούν τις μπότες που φορούσε εκείνος. Ο «πανικός» όμως δεν θα διαρκέσει για

πολύ, γιατί η σύζυγος θα τον απειλήσει με διαζύγιο αν δεν επέστρεφε αμέσως στο

Σικάγο.

Έτσι τον Νοέμβριο του ’25 θα πάρει το τρένο της επιστροφής. Θα αρχίσει όμως

τότε και η αντίστροφη μέτρηση, όχι μόνο για τη συζυγική του σχέση με την Lil

αλλά και για την καλλιτεχνική του συνεργασία μαζί της. Ωστόσο, η περίοδος που

αρχίζει με την επιστροφή του στην «Πόλη των ανέμων», αρχής γενομένης από τις

12 Νοεμβρίου του ’25, θα σημαδευτεί από τις πρώτες του ηχογραφήσεις για την

εταιρεία Okeh με το γκρουπ που θα ονομάσει Hot Five και Hot Seven.

Ο Louis Armstrong πατώντας με το ένα πόδι στη μουσική παράδοση της Νέας

Ορλεάνης θα δημιουργήσει μια μουσική καινούργια όσο και δική του, απλή όσο και

επιβλητική, αλλά κυρίως απόλυτα αναγνωρίσιμη για την ποικιλία, το ηχόχρωμα, τη

φαντασία και την τεράστια μελωδική στόφα. Πολλοί ισχυρίζονται πως μέχρι την

εμφάνιση του Dizzy Gillespie, ό,τι παίχτηκε στην τζαζ τρομπέτα είχε ως

αφετηρία τον Armstrong. Ο ίδιος ο Dizzy όμως θα πει: «Χωρίς εκείνον, εμείς δεν

θα ήμασταν εδώ. Τον ευχαριστώ γιατί εξασφάλισε το ψωμί μου».

Τα ακούσματα

Αυτό που νιώθει κανείς με το πρώτο άκουσμα των ηχογραφήσεων του Armstrong

είναι ότι εδώ επιχειρούνται τα πρώτα ρήγματα με το παραδοσιακό στυλ της

μουσικής της Νέας Ορλεάνης: ο ομαδικός αυτοσχεδιασμός, σήμα κατατεθέν των

ορχηστρών του δρόμου που – η αλήθεια είναι ότι ο King Oliver είχε οδηγήσει σε

πολύ ψηλό επίπεδο – δίνει τη θέση του στον προσωπικό αυτοσχεδιασμό. Εκείνο που

αρχίζει, ίσως για πρώτη φορά, να μετράει είναι η προσωπικότητα του

αυτοσχεδιαστή. Αυτοί οι νεωτερισμοί θα πάρουν τη μορφή μιας αλυσιδωτής

αντίδρασης. Ο δρόμος έχει ανοίξει: η τζαζ δεν είναι πια μια φολκλορική μουσική

αλλά μια εξατομικευμένη τέχνη. Η μεγαλοσύνη του Armstrong θα γίνει ακόμα πιο

φανερή όταν στα τέλη του 1927 τη θέση της Lil Hardin στο πιάνο θα πάρει ο Earl

Hines. Και μόνο η συνοδεία του Hines θα απογειώσει ακόμα περισσότερο τη

μουσική αισθητική του τρομπετίστα.

INFO

Κυκλοφορεί από τη Sony Music η τετραπλή κασετίνα υπό τον γενικό τίτλο «The

complete Hot Five and Hot Seven Recordings». Συνοδεύεται από βιβλίο με

εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό, σχόλια και πληροφορίες. Τιμή: 52 ευρώ.