Σκηνή πρώτη, στο ουζερί. Λες με την παρέα να πιεις δυο ουζάκια και να πεις δυο

κουβέντες, να δεις και κανέναν γνωστό, Κυριακή προς το μεσημεράκι. Το καραφάκι

έρχεται, τα μεζεδάκια ετοιμάζονται, υπέροχο το σέλινο τουρσί και το μαριδάκι.

Ε, δεν μπορώ να τα χαρώ, γιατί μου λείπει η… παρέα. Καθόμαστε και τα

πίνουμε, όπως και οι άλλες παρέες, αλλά να μιλήσουμε δεν γίνεται, ούτε για να

πούμε καλαμπούρια. Από τη μία μεριά παίζει το ανοιχτό ραδιόφωνο και από την

άλλη παίζει η τηλεόραση. Προσπαθώ να τα ξεχωρίσω. Αδύνατον. Η μείξη των ήχων

δημιουργεί, μαζί με τις φωνές από τα διπλανά τραπέζια, την τέλεια χάβρα. Στο

δεύτερο ούζο, ο καθένας είναι… μόνος του. Κοιτάμε χαζά την τηλεόραση, όπως

όλοι τριγύρω, και τσιμπολογάμε αμίλητοι – έτσι κι αλλιώς για ν’ ακουστούμε

μεταξύ μας πρέπει να φωνάξουμε. Όπως όλοι. Κανείς δεν τολμάει να πει «ρε

παιδιά, κλείστε την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, δεν γίνεται και τα δύο μαζί».

Φεύγουμε. «Άντε, να τα ξαναπούμε». Ποια;

Σκηνή δεύτερη, σε φιλικό σπίτι. Μπαίνω περιχαρής, με περιμένουν ανυπόμονα. Η

τηλεόραση ανοιχτή, παίζει ένα σίριαλ. Αγκαλιές-φιλιά, καθόμαστε, αρχίζουμε να

μιλάμε, η τηλεόραση εκεί, ανοιχτή, κάθε τόσο γυρίζουμε και κοιτάμε, πού είχαμε

μείνει; Έρχονται κι άλλες επισκέψεις, στρώνονται στον καναπέ απέναντι από την

τηλεόραση, κουβεντιάζουμε με την τηλεόραση, γιατί αυτήν κοιτάμε. Το σίριαλ

αποδεικνύεται κραταιό. Κανείς δεν σκέφτεται να κλείσει την τηλεόραση. Το

σίριαλ τελειώνει και αρχίζει ο καταιγισμός των διαφημίσεων. Του κάκου ελπίζω

πως κάποιος θα πατήσει το ευλογημένο «οφ». Αρχίζει άλλο σίριαλ. Φεύγουμε όλοι

ενώ τελειώνει. Καλή παρέα κάναμε, ε; Μένει το τυπικό «να τα ξαναπούμε…».